Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας



 του Παναγιώτη Γαβάνα


Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε αναφορικά με τις αρχές του διαλεκτικού υλισμού, είναι η ουσία και το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Στην προβληματική αυτή εντάσσονται ασφαλώς και τα ζητήματα που σχετίζονται με την ενότητα υλισμού και διαλεκτικής, της υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας και, φυσικά, η σχέση της μαρξιστικής φιλοσοφίας με τις άλλες επιστήμες. Σημειώνουμε ακόμη ότι μερικά θέματα που εδώ παρουσιάζονται πολύ συμπυκνωμένα, θα αποτελέσουν ξεχωριστό αντικείμενο ανάλυσης, εντασσόμενα στο πλαίσιο αυτής της σειράς.



Το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας και το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας


Το ζήτημα σχετικά με το αντικείμενο ανήκει στα βασικά προβλήματα, στα βασικά ζητήματα κάθε επιστήμης. Κάθε επιστήμη, αν θέλει να είναι πραγματική και όχι φαινομενική, πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή απαντώντας σ΄ αυτό το ζήτημα. Τα καθήκοντα, οι μέθοδοι και, σε μεγάλο βαθμό, η συγκρότηση κάθε επιστήμης καθορίζονται από το αντικείμενο. Μια επιστήμη που δεν έχει μια σαφή αντίληψη του αντικειμένου της, δεν μπορεί σε τελική ανάλυση να προσδιορίσει τα καθήκοντα και το πρόγραμμά της. Στο πρόγραμμα μιας επιστήμης καταγράφεται με ποιο τρόπο, δηλαδή με ποιες μεθόδους πρέπει να διερευνήσει το αντικείμενό της, ποιες μεθόδους πρέπει να χρησιμοποιήσει που να αντιστοιχούν στην ιδιαιτερότητα του αντικειμένου της κτλ. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάπτυξη και την επιτυχία κάθε επιστήμης. Η πολιτική οικονομία για παράδειγμα –για να κάνουμε εδώ μια ακραία σύγκριση- δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της αν εφάρμοζε τις μεθόδους της αστρονομίας. Η φυσικοχημεία δεν θα προχωρούσε ούτε ένα βήμα αν έθετε προς λύση ζητήματα της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Έτσι δεν θα βοηθιούνταν ούτε η ίδια ούτε η μαρξιστική φιλοσοφία. Αντίστροφα, καθήκον της μαρξιστικής φιλοσοφίας δεν είναι να λύνει τα ιδιαίτερα προβλήματα οποιασδήποτε επιμέρους επιστήμης.


Το αντικείμενο καθορίζει τα καθήκοντα και τις μεθόδους. Η σωστή γνώση των καθηκόντων καθώς και η σωστή χρήση μεθόδων που να αντιστοιχούν στο αντικείμενο, εξασφαλίζουν την απόκτηση χρήσιμων αποτελεσμάτων.


Ιδιαίτερης σημασίας είναι ο ακριβής προσδιορισμός του αντικειμένου της μαρξιστικής φιλοσοφίας, επειδή αποτελεί την κοσμοθεωρία του προλεταριάτου. Οι μαρξιστές (φιλόσοφοι) πρέπει να είναι σε θέση να εξηγήσουν στους εργαζόμενους, τι είναι η μαρξιστική φιλοσοφία, ποια είναι η ουσία της, ποιο είναι το αντικείμενό της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Επειδή η προμαρξιστική φιλοσοφία ήταν κατά κύριο λόγο υπόθεση ενός αποκλειστικού κύκλου «προικισμένων πνευμάτων», στους περισσότερους εργαζόμενους καθώς και στο χώρο των διανοουμένων επικρατεί η εσφαλμένη αντίληψη, ότι η φιλοσοφία δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική ζωή και καμιά πρακτική σημασία.


Δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς το νέο στη μαρξιστική φιλοσοφία, δεν μπορεί να κάνει κατανοητή την επανάσταση στη φιλοσοφία, και, σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την επανάσταση στην ιδεολογία και την κουλτούρα, αν δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει με σαφήνεια τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της μαρξιστικής φιλοσοφίας, δηλαδή να προσδιορίσει επακριβώς το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η προπαγάνδιση και η επικράτηση της μαρξιστικής φιλοσοφίας παρεμποδίζεται από ασαφείς, ανεπαρκείς ή άμεσα εσφαλμένες αντιλήψεις για το αντικείμενό της με τρόπο ανεύθυνο.


Αντιλήψεις για παράδειγμα, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η μαρξιστική φιλοσοφία με βάση την ουσία της, καθώς, και ότι κατά κύριο λόγο, είναι γνωσιοθεωρία και μεθοδολογία, ή ο ισχυρισμός ότι «η φιλοσοφία δεν αποτελεί μια ειδική επιστήμη που έχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο», έχουν προκαλέσει ασάφειες και σύγχυση. 


Αν η μαρξιστική φιλοσοφία δεν έχει δικό τη αντικείμενο –αυτό είναι το επιχείρημα- τότε δεν είναι και αυτόνομη επιστήμη, επομένως, δεν χρειάζεται ν΄ ασχολείται κανείς μαζί της στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Μια τέτοια επιχειρηματολογία θα ήταν ασφαλώς σωστή, αν η υπόθεση αυτή ήταν αληθής (στην περίπτωση της μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι εντελώς εσφαλμένη και αστήρικτη). Μια επιστήμη η οποία δεν είναι σε θέση να καθορίσει το αντικείμενό της, δεν έχει δικαίωμα ύπαρξης, δεν είναι επιστήμη.


Αυτό φυσικά δεν πρέπει να κατανοηθεί μεταφυσικά. Το ζήτημα σχετικά με το αντικείμενο μιας επιστήμης δεν είναι μόνο συστημικό, αλλά και ιστορικό ζήτημα, έχει την ιστορία του. Όπως δείχνουν οι αλλαγές σχετικά με τα αντικείμενα των διάφορων επιστημών –και φυσικά της φιλοσοφίας-, δεν είναι δυνατό σε καμιά περίπτωση να δοθεί κατά κάποιο τρόπο μια οριστική εξαντλητική απάντηση στο ζήτημα που αφορά στο αντικείμενο. Για το μαρξιστή (φιλόσοφο) που έχει γνώση της διαλεκτικής του προτσές της γνώσης, αυτό δεν είναι κάτι το παράξενο, αλλά αυτονόητο. Ο επιστημονικός καθορισμός του αντικειμένου μιας επιστήμης είναι δυνατός μόνο πάνω στη βάση μιας επιστημονικής φιλοσοφίας, προϋποθέτει επομένως την ύπαρξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Αυτό σημαίνει αναφορικά με τις επιμέρους επιστήμες: το ζήτημα σχετικά με το αντικείμενο μιας επιστήμης αποτελεί πάντα και φιλοσοφικό πρόβλημα, όπως γενικά και όλα τα βασικά προβλήματα είναι επίσης πάντα και φιλοσοφικής φύσης, έχουν πάντα μια φιλοσοφική πλευρά, μια φιλοσοφική πτυχή. Καμιά επιμέρους επιστήμη δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς τη φιλοσοφία, ειδικά για τη λύση των βασικών ζητημάτων έχει ανάγκη τη φιλοσοφία. Οι βασικές κρίσεις αποτελούν σε τελική ανάλυση κρίσεις της φιλοσοφικής-κοσμοθεωρητικής βασικής αντίληψης, όπως έχει δείξει καθαρά η κρίση της σύγχρονης φυσικής.


Η αναγκαιότητα ύπαρξης της διαλεκτικής-υλιστικής φιλοσοφίας –η οποία απ΄ τη μεριά της μπόρεσε και έπρεπε να προκύψει μόνο πάνω σε μια συγκεκριμένη ιστορική βάση- κατά τον επιστημονικό καθορισμό του αντικειμένου κάθε επιστήμης προκύπτει απ΄ το γεγονός, ότι για αυτό είναι αναγκαία η διαλεκτική-υλιστική λύση των δυό πλευρών του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας.


Ποιο είναι, εντελώς γενικά, το αντικείμενο μιας επιστήμης; Τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για το αντικείμενο μιας επιστήμης; Από τι εξαρτάται το αντικείμενο μιας επιστήμης, από τι καθορίζεται; Εναπόκειται στη θέλησή μας για το τι θέλουμε να κατανοήσουμε με την έννοια αντικείμενο μιας επιστήμης, πρόκειται δηλαδή ίσως για ένα ζήτημα συμφωνίας, σύμβασης; Ή υπάρχουν αντικειμενικές, ανεξάρτητες από τη συνείδηση και τη βούληση των επιστημόνων συνθήκες, οι οποίες καθορίζουν τα διάφορα αντικείμενα των διάφορων επιστημών; Υπάρχει ένας αντικειμενικός προσδιορισμός των αντικειμένων των διάφορων επιστημών;


Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται από τη φιλοσοφική θέση από την οποία κανείς τα προσεγγίζει. Ο ιδεαλιστής αρνείται σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με την απάντηση που δίνει στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, τον αντικειμενικό προσδιορισμό των αντικειμένων των επιστημών. Για τον ιδεαλιστή το αντικείμενο κάθε επιστήμης καθορίζεται υποκειμενικά. Εδώ ο ιδεαλισμός δίνει διάφορες απαντήσεις και αιτιολογήσεις, που σε τελική ανάλυση, όλες καταλήγουν στο ίδιο σημείο.


Για το διαλεκτικό υλισμό υπάρχει μόνο μια απάντηση. Σύμφωνα με τη διαλεκτική-υλιστική λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας, το αντικείμενο κάθε επιστήμης είναι ανεξάρτητο από τη συνείδηση και τη βούληση των επιστημόνων, καθορίζεται, με βάση την ουσία του, αντικειμενικά. Το αντικείμενο κάθε επιστήμης εξαρτάται από τις συνθήκες, των οποίων η ύπαρξη και ο χαρακτήρας δεν εξαρτάται από τους επιστήμονες, πολύ περισσότερο, σ΄ αυτό εναπόκειται να ερευνηθούν αυτές οι συνθήκες, ο αντικειμενικός προσδιορισμός των αντικειμένων των επιστημών και οι γνώσεις του να γονιμοποιηθούν προς το συμφέρον της περαιτέρω διαμόρφωσης και ανάπτυξης των επιστημών.


Η σχέση μεταξύ βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας και του ζητήματος σχετικά με το αντικείμενο τόσο των επιμέρους επιστημών όσο και της μαρξιστικής φιλοσοφίας, είναι προφανής. Η διαλεκτική-υλιστική απάντηση ότι το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας πρέπει να αποτελεί την αφετηρία κάθε έρευνας, θέτει ως στόχο τον καθορισμό του αντικειμένου της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Από δω είναι επίσης σαφές για ποιο λόγο η αστική φιλοσοφία δεν μπόρεσε να επιτύχει και δεν πρόκειται ποτέ να επιτύχει την επιστημονική λύση του ζητήματος που αφορά στο αντικείμενο της φιλοσοφίας.


Η φιλοσοφία είναι μια μορφή της κοινωνικής συνείδησης, επομένως αποτελεί προϊόν της ανθρώπινης νόησης. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι προέρχεται από το «καθαρό πνεύμα» και ότι έχει αποκλειστικά και μόνο υποκειμενική βάση. Το αντίθετο: Ο χαρακτήρας μιας φιλοσοφίας είναι αντικειμενικά περιορισμένος, εξαρτάται κυρίως από τις σχέσεις παραγωγής, από το επίπεδο της ανθρώπινης γνώσης γενικά (δηλαδή από το επίπεδο ανάπτυξης των επιμέρους επιστημών, τις τέχνες κτλ), από την κοινωνική θέση, τις προοπτικές ανάπτυξης και τα συμφέροντα της τάξης στην οποία χρησιμεύει αυτή η φιλοσοφία.


Η φιλοσοφία ως μορφή αντανάκλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας αντανακλά το αντικείμενό της, ή ακριβέστερα –αυτό ισχύει για την προμαρξιστική και τη σημερινή μη μαρξιστική φιλοσοφία-, αυτό που οι φιλόσοφοι βλέπουν ως αντικείμενο της φιλοσοφίας. Εδώ κυριαρχεί μια περίπλοκη διαλεκτική μεταξύ της ταξικής αποστολής της φιλοσοφίας, τής από δω προκύπτουσας αντίληψης για το αντικείμενό της και του χαρακτήρα της φιλοσοφίας.


Το αντικείμενο της φιλοσοφίας μπορεί να είναι μόνο ένα. Όταν στη μη μαρξιστική φιλοσοφία βλέπονται από διάφορες φιλοσοφικές κατευθύνσεις, συστήματα και σχολές διάφορα αντικείμενα ως αντικείμενο της φιλοσοφίας, τότε αυτό αποτελεί απλά μια έκφραση ότι η μη μαρξιστική φιλοσοφία δεν είναι σε θέση να διακρίνει το πραγματικό, αντικειμενικά συγκεκριμένο αντικείμενο της φιλοσοφίας. Αυτό που κατανοήθηκε και κατανοείται κάθε φορά ως αντικείμενο της φιλοσοφίας έξω από τη μαρξιστική φιλοσοφία, έφερε και φέρει τη σφραγίδα της ταξικής και γνωσεωθεωρητικής στενότητας. Σε τελική ανάλυση, στην προμαρξιστική και στην αστική φιλοσοφία, η κατάσταση ήταν και παραμένει και σήμερα τέτοια, που ως αντικείμενο της φιλοσοφίας κηρύσσεται αυτό που μπορούσε να εξεταστεί στη βάση του εκάστοτε επιπέδου ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης και που έπρεπε να εξεταστεί στη βάση της εκάστοτε κατάστασης των τάξεων. Ο υποκειμενικός παράγοντας παίζει εδώ έναν σημαντικό ρόλο.


Μόνο στη μαρξιστική φιλοσοφία για πρώτη φορά συμφωνεί η αντικειμενική κοινωνική αποστολή της φιλοσοφίας με τις αντικειμενικές συνθήκες, οι οποίες καθορίζουν το αντικείμενο της φιλοσοφίας. Οι μαρξιστές (φιλόσοφοι) φιλοσοφούν, σε αντίθεση με άλλους ιδεαλιστές, καθώς και σε αντίθεση με τους προμαρξιστές υλιστές φιλόσοφους, πάνω στη βάση της επιστημονικής γνώσης του αντικειμένου της επιστήμης τους. Η αναπόσπαστη σχέση υλισμού και επιστήμης υπήρξε ανέκαθεν θέση κάθε πραγματικής επιστήμης. Ακόμη κι εκεί όπου αυτό δεν έγινε θεωρητικά παραδεκτό, εφαρμόστηκε το λιγότερο ασυνείδητα. Κάθε επιστήμη συνδέεται αναπόσπαστα με μια υλιστική στάση, ήδη από το γεγονός και μόνο ότι το αντικείμενο κάθε επιστήμης υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά, δηλαδή με βάση την ουσία του είναι καθορισμένο αντικειμενικά.



Η διαλεκτική γενικού-μερικού και το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας


Γνωσεοθεωρητικός καθορισμός του αντικειμένου της επιστήμης σημαίνει, ότι το αντικείμενο της επιστήμης το οποίο υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδηση στον υπάρχων υλικό κόσμο, ασφαλώς δεν επαρκεί όσο αναγκαίο και αν είναι αρχικά αυτό. Ο καθορισμός αυτός δεν απαντά στο ερώτημα σχετικά με το αντικείμενο μιας συγκεκριμένης επιστήμης, για παράδειγμα της πολιτικής οικονομίας ή της φυσικής, και, μάλιστα, δεν επιτρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των αντικειμένων των επιμέρους επιστημών και του αντικειμένου της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Που βρίσκεται ο αντικειμενικός καθορισμός των αντικειμένων των συγκεκριμένων επιμέρους επιστημών και του αντικειμένου της μαρξιστικής φιλοσοφίας; Πως είναι γενικά δυνατές διαφορετικές επιστήμες με διαφορετικά αντικείμενα;


Το να απαντηθεί το ερώτημα σχετικά με το αντικείμενο μιας συγκεκριμένης επιστήμης, σημαίνει ότι πρέπει να γίνει διάκριση και οριοθέτηση αυτής της επιστήμης από τις άλλες επιστήμες και του αντικειμένου της από τα αντικείμενά τους χωρίς να διαρρηγνύεται η εσωτερική συνοχή του συστήματος των επιστημών, χωρίς να καταστρέφεται αυθαίρετα η φυσική τους συγγένεια. Καθορισμός του αντικειμένου μιας επιστήμης σημαίνει αποσαφήνιση της περίπλοκης φιλοσοφικής προβληματικής, της διαλεκτικής ενιαίου και διαφορετικού, της διαλεκτικής ενότητας και πολλαπλότητας, της διαλεκτικής γενικού και μερικού. Αυτό έγινε δυνατό μόνο με τη μαρξιστική διαλεκτική ως υλιστική διαλεκτική.


Αν εντελώς γενικά το αντικείμενο των επιστημών είναι ο υλικός κόσμος, τότε πρέπει να θεμελιώνεται η δυνατότητα ύπαρξης των επιμέρους επιστημών με τα διάφορα αντικείμενα στη δομή του ίδιου του υλικού κόσμου. Πως είναι επομένως φτιαγμένος ο υλικός εξωτερικός κόσμος, το αντικείμενο των επιστημών;


Οι επιμέρους επιστήμες και η μαρξιστική φιλοσοφία στην πάροδο της ανάπτυξής τους ανέλυσαν, διερεύνησαν τη δομή του κόσμου σε σημείο που να μπορεί να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημά μας. Τα πράγματα και τα φαινόμενα του κόσμου δεν υπάρχουν αποσπασμένα και απομονωμένα μεταξύ τους, ή το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά σε σχέση το ένα με το άλλο. Δεν σχηματίζουν ένα χαοτικό συνονθύλευμα στο οποίο κανένα πράγμα και κανένα φαινόμενο δεν έχει κάποια σχέση με άλλα πράγματα και φαινόμενα, αλλά το άπειρο πλήθος των πραγμάτων και των φαινομένων σχηματίζει ένα σύστημα σχέσεων και αλληλοσυνδέσεων, μια δομημένη ενότητα. Αυτή η ενότητα του κόσμου στην ουσία της είναι υλική. Η υλική ενότητα του κόσμου ή, εν συντομία, η υλικότητα του κόσμου, βρίσκεται στο ότι στον κόσμο, σε τελική ανάλυση δεν υπάρχει τίποτα παρά η κινούμενη ύλη. «Στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από την κινούμενη ύλη, και η κινούμενη ύλη δεν μπορεί να κινείται διαφορετικά παρά μέσα στο χώρο και στο χρόνο» [1]. Όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα στον κόσμο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μορφές ύπαρξης, κατάστασης και προϊόντα εξέλιξης της ύλης.


Η μαρξιστική φιλοσοφία και οι σύγχρονες επιμέρους επιστήμες βλέπουν την υλική ενότητα του κόσμου, σε αντίθεση με τη μηχανιστική-μεταφυσική αντίληψη, όχι ως μια μηχανική, όχι ως νεκρή και άκαμπτη ενότητα, όχι ως ενιαία με την έννοια της ποιοτικής μη-διαφορετικότητας και ομοιομορφίας χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις, όχι ως ενότητα που θεμελιώνεται σε μια ποιοτικά ομοιογενή πρωταρχική ύλη. Η αντίληψη αυτή έχει ξεπεραστεί, δεν άντεξε στην προοδευτική βαθύτερη κατανόηση για τη δομή του κόσμου. Τα αποτελέσματα των σύγχρονων επιμέρους επιστημών και της μαρξιστικής φιλοσοφίας διέψευσαν τον μεταφυσικό-μηχανιστικό υλισμό. Η υλική ενότητα του κόσμου είναι η ενότητα της κινούμενης, μεταβαλλόμενης και αναπτυσσόμενης ύλης. Η υλική ενότητα του κόσμου συνίσταται στην πολλαπλότητα της ύλης.


Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει: Δεν υπάρχει μια ενιαία, ουσιαστικά ομοιογενής πρωταρχική ύλη, δεν υπάρχει ύλη καθεαυτή, ύλη γενικά, αλλά στη πραγματικότητα υπάρχουν μόνο οι διαφορετικές, ποιοτικά και ποσοτικά συγκεκριμένες, ειδικές μορφές κίνησης της ύλης. Το σύνολο αυτών των μορφών κίνησης της ύλης αποτελεί στο χώρο και στο χρόνο τον άπειρο και, αναφορικά με τις δυνατότητες εξέλιξής του, ανεξάντλητο υλικό κόσμο. Η ύλη, η οποία διαρκώς μεταβάλλεται και αναπτύσσεται, γεννά πάντα νέες μορφές κίνησης και, επομένως, νέα πράγματα και φαινόμενα, νέες ιδιότητες, ποιότητες, σχέσεις και αλληλοσυνδέσεις. Αν πιάσει κανείς την άπειρη ποικιλία και πολλαπλότητα των μορφών κατάστασης και κίνησης της ύλης απ΄ τη σκοπιά τών σε πολύ μεγάλο βαθμό ποιοτικών διαφορών, τότε λαμβάνει μια σειρά από βασικές μορφές κίνησης της ύλης, μια σειρά ποιοτικών βαθμίδων του υλικού κόσμου οι οποίες έχουν τη δική τους ιδιαιτερότητα. Μια τέτοια ποιοτική βαθμίδα της ύλης περιλαμβάνει την αντίστοιχη τάξη των υλικών φαινομένων, τις σχέσεις μεταξύ τους και, επομένως, τις νομοτέλειες σύμφωνα με τις οποίες τα φαινόμενα αυτά αλλάζουν και αναπτύσσονται. Έτσι όμως υπάρχει ανά πάσα στιγμή μια αποδείξιμη δόμηση του κόσμου. Το σύμπαν είναι ένα άπειρο σύστημα στο χώρο και στο χρόνο, μια αλληλοσύνδεση συγκεκριμένων, ειδικών και, ως εκ τούτου, διαφορετικών μεταξύ τους μορφών κίνησης της ύλης. Αυτές δεν υπάρχουν φυσικά η μια δίπλα στην άλλη ή η μια πάνω απ΄ την άλλη, αλλά μεταβαίνουν η μια στην άλλη και αλληλοκαθορίζονται.


Για τις διάφορες βασικές μορφές κίνησης της ύλης επέστησε για πρώτη φορά την προσοχή ο Engels. Θα ξεφεύγαμε όμως απ΄ το στόχο της παρούσας μελέτης αν εξετάζαμε τις επιμέρους μορφές κίνησης της ύλης, τις οποίες αναφέρει ο Engels στο «Αντι-Ντίρινγκ», στη «Διαλεκτική της φύσης», στον «Λουδοβίκο Φόιερμπαχ» και στην «Αλληλογραφία» του.


Σημαντικό και ουσιαστικό όμως είναι σ΄ αυτό το πλαίσιο το γεγονός, ότι μεταξύ των διάφορων μορφών κίνησης της ύλης και των διάφορων επιστημών υπάρχει μια αλληλοσύνδεση, ότι στις διάφορες επιστήμες αντιστοιχούν διάφορες μορφές κίνησης της ύλης και αντίστροφα. Αυτή δεν είναι μια επιφανειακή, μεμονωμένη και προσωρινή αλληλοσύνδεση, αλλά μια εσωτερική, γενική, αναγκαία και ουσιαστική, επομένως, νομοτελειακή αλληλοσύνδεση.


Οι διάφορες επιστήμες εξετάζουν τις διάφορες μορφές κίνησης της ύλης και τις εγγενείς σ΄ αυτές νομοτέλειες. Ο Engels γράφει σχετικά μ΄ αυτό: «Κατάταξη των επιστημών, που καθεμιά τους αναλύει μια ειδική μορφή κίνησης, ή μια σειρά συγγενικών μορφών που μετατρέπονται αμοιβαία, είναι συνεπώς η κατάταξη, η τοποθέτηση αυτών των ίδιων των μορφών κίνησης, σύμφωνα με την εσωτερική τους διαδοχή και σ΄ αυτό βρίσκεται η σπουδαιότητά της» [2]. 


Στη βαθύτερη διαλεκτική δομή του υλικού κόσμου θεμελιώνεται επομένως η δυνατότητα και η αναγκαιότητα της ύπαρξης των διαφορετικών επιστημών με διαφορετικά αντικείμενα. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο υπάρχει επίσης η δυνατότητα και η αναγκαιότητα της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Μόνο επειδή η ύλη υπάρχει με τη μορφή διαφορετικών μορφών κίνησης, υπάρχει η δυνατότητα ύπαρξης διαφορετικών επιστημών, οι οποίες διακρίνονται μεταξύ τους κυρίως για το ότι έχουν ως αντικείμενο διαφορετικές μορφές κίνησης της ύλης.


Οι διαφορετικές επιμέρους επιστήμες ερευνούν τις διαφορετικές μορφές κίνησης της ύλης στην ιδιαιτερότητά τους. Αυτές έχουν το σε σύγκριση με το σύνολο των μορφών κίνησης μερικό, των εκάστοτε χωριστών μορφών κίνησης, ή αντίστοιχα της χωριστής ομάδας των μορφών κίνησης, ως αντικείμενο. Από δω προκύπτει ότι ο υλικός κόσμος και οι νομοτέλειες που προσιδιάζουν σ΄ αυτόν δεν μπορούν να αντανακλαστούν εξαντλητικά και ολοκληρωτικά στο σύνολό τους από τις επιμέρους επιστήμες, ακόμη ούτε και στο ασυμπτωτικό προτσές. Παραμένει πάντα ο κόσμος ως όλο, ως ενότητα διαφορετικών μορφών κίνησης με τις γενικές νομοτέλειες, των οποίων η κατανόηση και η αντανάκλαση μπορεί να είναι έργο μόνο της φιλοσοφίας, και, όπως φαίνεται, στην πράξη αποτελεί και πρέπει να αποτελεί αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας.


Ποιο είναι επομένως το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας; Τι δεν πιάνεται κατά τη διερεύνηση του κόσμου από τις επιμέρους επιστήμες, τι δεν εξετάζεται στα αντικείμενα των επιμέρους επιστημών;


Το κλειδί για την κατανόηση του αντικειμένου της μαρξιστικής φιλοσοφίας αποτελεί η βαθιά γνώση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ γενικού και μερικού, όπως αυτό υπάρχει αντικειμενικά και πραγματικά και αντανακλάται στην επιστημονική μας σκέψη. Η μεταφυσική μη κατανόηση ή παρανόηση ακριβώς αυτής της διαλεκτικής, ήταν και εξακολουθεί να αποτελεί, όχι τελευταία, μια ιδιαίτερα μεγάλη ανεπάρκεια για μερικούς φιλοσοφούντες επιστήμονες. Ο (νεο)θετικισμός απέτυχε και αποτυγχάνει, αν ειδωθεί θεωρητικά, ακριβώς στο να λύσει επιστημονικά αυτή την προβληματική.


Ο διαλεκτικός υλισμός, αντίθετα, ξεκινώντας από τη συνεπή υλιστική βασική του αντίληψη, κατόρθωσε να ρίξει φως σ΄ αυτές τις αλληλοσυνδέσεις, να αποκαλύψει την ουσία τους και να τις αξιοποιήσει για την επιστημονική σκέψη, καθώς και για τη θεωρητική και πρακτική συμπεριφορά. Το γενικό και το μερικό υπάρχουν αντικειμενικά και πραγματικά. Όμως δεν υπάρχουν χωριστά, απομονωμένα και μη διαμεσολαβημένα το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά μόνο σε μια αδιάσπαστη αλληλοσύνδεση, σε συνύπαρξη, διεισδύοντας το ένα στο άλλο και προϋποθέτοντας το ένα το άλλο. Στην αντικειμενική πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε ένα απόλυτα γενικό, ένα γενικό καθεαυτό, ούτε ένα απόλυτα μερικό, το οποίο βρίσκεται έξω από την αλληλοσύνδεση που οδηγεί στο γενικό. Ο Lenin, όπως είναι γνωστό, στο απόσπασμα «Σχετικά με το ζήτημα της διαλεκτικής», παρουσιάζει σε σύντομες, όμως ιδιαίτερα περιεκτικές προτάσεις, τη σχέση μεταξύ ξεχωριστού (ή ενικού), μερικού και γενικού. Εκεί αναφέρει: «Το ξεχωριστό δεν υπάρχει διαφορετικά παρά στη σύνδεση που οδηγεί στο γενικό. Το γενικό υπάρχει μόνο στο ξεχωριστό είναι (έτσι είτε αλλιώς) γενικό. Κάθε γενικό είναι (ένα μόριο ή μια πλευρά ή η ουσία) του ξεχωριστού. Κάθε γενικό αγκαλιάζει μόνο κατά προσέγγιση όλα τα ξεχωριστά αντικείμενα. Κάθε ξεχωριστό μπαίνει όχι ολόκληρο στο γενικό κτλ. κτλ. Κάθε ξεχωριστό συνδέεται με χιλιάδες περάσματα με άλλου είδους ξεχωριστά (πράγματα, φαινόμενα, προτσές) κτλ» [3].


Η συγκεκριμενοποίηση αυτών των βασικών αρχών από τον Lenin και η εφαρμογή τους στην προβληματική που αναπτύξαμε, δεν οδηγεί μόνο σε μια ορθή εκτίμηση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ μαρξιστικής φιλοσοφίας και επιμέρους επιστημών, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και ένα βήμα για την επίλυση του ζητήματος σχετικά με το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας.


Το γενικό και το μερικό είναι σχετικές έννοιες. Όταν κάποιος κάνει λόγο ότι κάτι είναι γενικό και κάτι άλλο είναι μερικό, πρέπει να προσδιορίζει το διαρκώς υπάρχων αντικειμενικό σημείο αναφοράς από το οποίο ξεκινά. Διαφορετικά θα καταλήξει αναπόφευκτα στο σχετικισμό. Το μερικό είναι μερικό μόνο σε σχέση με το γενικό, σε σχέση με το ξεχωριστό/ενικό το μερικό, αντιθέτως, είναι γενικό. Από δω όμως προκύπτει ότι σ΄ έναν άπειρο κόσμο ευρισκόμενο μέσα στο χώρο και στο χρόνο, υπάρχουν άπειρα πολλές βαθμίδες του γενικού και άπειρα πολλές βαθμίδες του μερικού.


Μια μορφή του γενικού είναι η νομοτέλεια. Οι διάφορες επιστήμες έχουν αυτή τη μορφή του γενικού, το γενικό ως νομοτέλεια, για αντικείμενο. Εδώ, οι επιμέρους επιστήμες διαφέρουν αξιωματικά από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Διαφέρουν αναφορικά με το γενικό, αναφορικά με το χαρακτήρα των νομοτελειών, των οποίων καθήκον είναι η διερεύνησή τους. Το γενικό των επιμέρους επιστημών, συγκρινόμενο με αυτό της μαρξιστικής φιλοσοφίας, είναι ένα συγκεκριμένο, ειδικό γενικό, ένα γενικό κατώτερης βαθμίδας, δηλαδή, το γενικό των επιμέρους επιστημών αποτελεί μόνο το κοινό μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων και φαινομένων του υλικού κόσμου. Δεν είναι το κοινό όλων των πραγμάτων και φαινομένων του κόσμου γενικά. Το γενικό των επιμέρους επιστημών είναι κατά κάποιο τρόπο ένα «περιορισμένο» γενικό. Περιορισμένο –μέσα σε όρια- με την έννοια ότι οι πιο γενικές νομοτέλειες των επιμέρους επιστημών, αν ειδωθούν στην έκτασή τους, δεν υπερβαίνουν μια συγκεκριμένη, σχετικά καθορισμένη περιοχή του υλικού κόσμου, ότι εξαιτίας της ύπαρξης ειδικών συνθηκών, στη βάση των οποίων επιδρούν, έχουν ισχύ μόνο μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Αυτό είναι σαφές. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους νόμους που έχει ως αντικείμενο η πολιτική οικονομία. Η πολιτική οικονομία είναι η επιστήμη των νόμων της παραγωγής, της ανταλλαγής, της διανομής και της κατανάλωσης των υλικών αγαθών της κοινωνίας. Ή, εν συντομία: η επιστήμη των νόμων ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής. Αυτό όμως σημαίνει ότι οι νόμοι τους οποίους έχει ως αντικείμενο η πολιτική οικονομία, ισχύουν μόνο στη σφαίρα της ανθρώπινης κοινωνίας, δεν ισχύουν στη σφαίρα/περιοχή της φύσης. Στη φύση δεν μπορεί επομένως να γίνει λόγος για σχέσεις παραγωγής. Αλλά και στη σφαίρα της κοινωνίας λαμβάνει χώρα ένας περαιτέρω περιορισμός. Οι οικονομικοί νόμοι δεν περιλαμβάνουν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, αλλά μόνο τα ειδικά οικονομικά φαινόμενα. Εκτός από τα φαινόμενα της παραγωγής υπάρχει ακόμη ένα ολόκληρο πλήθος άλλων κοινωνικών φαινομένων που υπόκεινται σε άλλους εξωοικονομικούς νόμους, τους οποίους πιάνουν άλλες κοινωνικές επιστήμες. Η πολιτική οικονομία εξετάζει επομένως μόνο μια πολύ συγκεκριμένη σφαίρα του υλικού κόσμου, συγκεκριμένα, την σφαίρα της κοινωνίας, και μέσα σ΄ αυτήν μόνο τους νόμους μιας πολύ συγκεκριμένης περιοχής, τους νόμους της οικονομικής της κοινωνίας.


Κάτι ανάλογο μπορεί να διαπιστώσει επίσης κανείς σε σχέση με τις άλλες επιμέρους επιστήμες. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα για την ακόλουθη γενίκευση: Το αντικείμενο κάθε επιστήμης είναι ποιοτικά και ποσοτικά καθορισμένο. Ο ποιοτικός καθορισμός είναι εδώ το πιο αποφασιστικό, το κυρίαρχο, το γενικότερης σημασίας ζήτημα. Σε σχέση με τον ποσοτικό καθορισμό είναι πρωτεύων. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφή κίνησης της ύλης σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό της, είναι καθορισμένη εντός εαυτής και επομένως διαφορετική από τις άλλες μορφές κίνησης. Αυτός ο ειδικός αναφορικά με το περιεχόμενό του καθορισμός, είναι δοσμένος από την ειδική ποιότητα των υλικών αντικειμένων, τα οποία ανήκουν σε μια συγκεκριμένη μορφή κίνησης, από τον χαρακτήρα των νόμων στα οποία υπόκεινται αυτά τα αντικείμενα στην κίνηση και στην αλλαγή τους, στην αλληλεπίδρασή τους κτλ., και από την ιδιαιτερότητα των συνθηκών, στη βάση των οποίων επιδρούν αυτοί οι νόμοι. Η ειδική ποιότητα των υλικών αντικειμένων μιας μορφής κίνησης της ύλης καθορίζει το χαρακτήρα του νόμου αυτής της μορφής κίνησης και προσδιορίζει την περιοχή της ισχύος της. Αυτό όμως σημαίνει ότι ο ειδικός χαρακτήρας των υλικών αντικειμένων, των οποίων οι νόμοι κίνησης αποτελούν αντικείμενο μιας συγκεκριμένης επιστήμης, καθορίζει την περιοχή μελέτης του αντικειμένου αυτής της επιστήμης. Παραπέρα, καθορίζει τη δομή και τη μεθοδολογία αυτής της επιστήμης. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι καμιά επιστήμη δεν μπορεί να εγκαταλείψει την περιοχή μελέτης του αντικειμένου της, προσπαθώντας να λύσει επίσης προβλήματα κάποιας άλλης επιστήμης, χωρίς να καταλήξει σε σοβαρές δυσκολίες.


Εντελώς διαφορετική απ΄ ότι με το γενικό των επιμέρους επιστημών είναι η κατάσταση με το γενικό της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Το γενικό, που η μαρξιστική φιλοσοφία έχει ως αντικείμενο, δεν είναι περιορισμένο μέσα σε όρια. Είναι το κοινό όχι μόνο μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων και φαινομένων του κόσμου, αλλά όλων των πραγμάτων και φαινομένων του κόσμου γενικά. Αυτό έχει ως συνέπεια τον εντελώς διαφορετικό αφηρημένο χαρακτήρα της μαρξιστικής φιλοσοφίας σε αντίθεση με τις επιμέρους επιστήμες. Ποιοτικά αν ειδωθεί, η μαρξιστική φιλοσοφία έχει ως αντικείμενο όλο το σύμπαν, το άπειρο και ανεξάντλητο σύνολο των πραγμάτων και των φαινομένων του κόσμου. Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην υπόκειται στις/στους νομοτέλειες/νόμους που ερευνά η μαρξιστική φιλοσοφία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι η μαρξιστική φιλοσοφία δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, ότι έχει ως αντικείμενο όλα τα αντικείμενα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε σε τελικά ανάλυση όλες οι επιμέρους επιστήμες θα ήταν περιττές, ή για να ειπωθεί αλλιώς, η μαρξιστική φιλοσοφία θα συνέπιπτε απόλυτα με το σύνολο των επιμέρους επιστημών. Σε καμιά όμως απ΄ τις δυό αυτές περιπτώσεις δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.


Το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας δεν είναι καθορισμένο μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, ασφαλώς όχι με τον τρόπο που είναι τα αντικείμενα των επιμέρους επιστημών. Δεν υπάρχει καμιά φιλοσοφική μορφή κίνησης της ύλης. Αν κατανοηθεί το ζήτημα μ΄ αυτή την έννοια, τότε φυσικά η μαρξιστική φιλοσοφία δεν έχει ένα ειδικό αντικείμενο. Δεν εξετάζει τους νόμους μιας μεμονωμένης μορφής κίνησης ή μιας σειράς μορφών κίνησης της ύλης. Ο ποιοτικός καθορισμός του αντικειμένου της μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι αξιωματικά εντελώς διαφορετικός απ΄ ότι αυτός των επιμέρους επιστημών. Αν για την περίπτωση των επιμέρους επιστημών το αντικείμενο δίνεται με την ύπαρξη μορφών κίνησης της ύλης ιδιαίτερων, ειδικών και διαφορετικών από άλλες, στην περίπτωση της μαρξιστικής φιλοσοφίας το θεμέλιό της βρίσκεται στην υλική ενότητα του κόσμου. Από την υλική ενότητα του κόσμου, από το γεγονός ότι στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα παρά η κινούμενη ύλη και οι νόμοι της, προκύπτει η ύπαρξη νόμων, οι οποίοι σχετίζονται απεριόριστα με τον κόσμο στην ολότητά του και συνδέουν μεταξύ τους τις διαφορετικές ποιοτικές βαθμίδες του κόσμου. Αυτοί οι νόμοι δεν υπάρχουν εδώ καθαυτοί, αλλά πραγματοποιούνται συγκεκριμένα στους ειδικούς νόμους των συγκεκριμένων μορφών κίνησης της ύλης. Αντίστροφα, η ύπαρξη τέτοιων καθολικών νόμων αποτελεί έκφραση τού ότι όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα του υλικού κόσμου αποτελούν μορφές ύπαρξης και προϊόντα εξέλιξης της ύλης. Χωρίς την ύπαρξη καθολικών νόμων θα ήταν αδύνατη η περαιτέρω διαλεκτική δομή του κόσμου όπως περιγράφτηκε πιο πάνω. Η ολότητα του κόσμου θα διασπώνταν σ΄ ένα άθροισμα μεμονωμένων, απόλυτα ανεξάρτητων μεταξύ τους, εντελώς απομονωμένων περιοχών. Αυτή όμως η μεταφυσική, πλουραλιστική αντίληψη για τον κόσμο έχει καταρριφθεί προ πολλού από τις σύγχρονες επιστήμες, συμπεριλαμβανομένου της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η πολλαπλότητα και η ποικιλία των πραγμάτων και των φαινομένων του κόσμου δεν άρει την ενότητά του, αλλά, αντίστροφα, την προϋποθέτει.


Οι γενικοί νόμοι (νομοτέλειες), οι οποίοι θεμελιώνονται στην υλική ενότητα του κόσμου, ή καλύτερα, οι γενικοί νόμοι σχηματίζουν στο σύνολό τους το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Αυτό όμως δείχνει πόσο εσφαλμένες είναι οι προσπάθειες που γίνονται να περιορίσουν τη μαρξιστική φιλοσοφία στη γνωσιοθεωρία και την μεθοδολογία. Έτσι, το πραγματικό βασικό περιεχόμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας ως κοσμοθεωρίας καταστρέφεται.


Στο προτσές για την έρευνα του κόσμου διατυπώνονται από τους υποστηρικτές «θεωρητικούς μόνο-της-γνωσιοθεωρίας» -αν και αυτό γίνεται ασυνείδητα- ένα «πράγμα καθεαυτό», δημιουργείται μια σφαίρα η οποία καλύπτει και διατρέχει όλο το σύμπαν, που δεν αποτελεί αντικείμενο καμιάς επιστήμης. Αν οι επιμέρους επιστήμες, οι οποίες αποδεδειγμένα δεν μπορούν να έχουν ως αντικείμενο τους υπάρχοντες γενικούς νόμους του κόσμου χωρίς να χάσουν τον χαρακτήρα τους ως επιμέρους επιστήμες, και αν απ΄ την άλλη μεριά η μαρξιστική φιλοσοφία –όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές «θεωρητικοί μόνο-της-γνωσιοθεωρίας»- δεν έχει ως αντικείμενο τους γενικούς νόμους, τότε ποια επιστήμη θα πρέπει να τους έχει ως αντικείμενο, ποιος θα πρέπει να τους ερευνήσει και να τους αξιοποιήσει προς το συμφέρον της κοινωνικής προόδου; Στο ερώτημα αυτό πρέπει να δώσουν μια απάντηση. Μέχρι σήμερα δεν το έχουν πράξει, ίσως επειδή ποτέ δεν ξεκαθάρισαν τις συνέπειες των αντιλήψεών τους. Αν οι υποστηρικτές «θεωρητικοί μόνο-της-γνωσιοθεωρίας» επιμένουν στη θέση τους, τότε υπάρχει η ακόλουθη εναλλακτική: Ή θα πρέπει να εφεύρουν μια άγνωστη έως τώρα επιστήμη, η οποία δεν θα ταυτίζεται με τη μαρξιστική φιλοσοφία και η οποία θα έχει ως αντικείμενο τους γενικούς νόμους (νομοτέλειες) του κόσμου, ή θα πρέπει να εφεύρουν μια άγνωστη έως τώρα επιστήμη, η οποία δεν θα ταυτίζεται με τη μαρξιστική φιλοσοφία και η οποία θα έχει ως αντικείμενο τις νομοτέλειες αυτές. Αυτές είναι οι συνέπειες τις οποίες δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς από μια συζήτηση. 


Υπάρχει μια παλιά αλήθεια που επιβεβαιώνεται διαρκώς εκ νέου στην ιδεολογική ταξική πάλη: τα ζητήματα και τα προβλήματα, τα οποία δεν τα εξετάζει στον απαιτούμενο βαθμό η μαρξιστική φιλοσοφία, τα «επεξεργάζεται» με όλο και μεγαλύτερη δραστηριότητα η εκκλησία. Πρόκειται για πολύ σημαντικά κοσμοθεωρητικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα, τι είναι ελευθερία, τι είναι ουμανισμός, ποιο είναι το νόημα της ζωής κτλ.


Ο βαθμός γενίκευσης των νομοτελειών που έχει ως αντικείμενο η μαρξιστική φιλοσοφία, είναι διαφορετικός. Η θέση περί αδιάσπαστης σχέσης ύλης και κίνησης –μια από τις πιο θεμελιώδεις θέσεις της μαρξιστικής φιλοσοφίας- είναι αναμφισβήτητα πιο γενική απ΄ ότι η θέση περί αισθητηριακής και ορθολογικής βαθμίδας στο προτσές της γνώσης, ή η θέση ότι το κοινωνικό Είναι καθορίζει σε τελική ανάλυση την κοινωνική συνείδηση.


Το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας δεν σχηματίζουν γενικά οι γενικοί νόμοι του υλικού κόσμου, αλλά οι γενικοί νόμοι τριών μεγάλων περιοχών/πεδίων, συγκεκριμένα, της φύσης, της κοινωνίας και της ανθρώπινης νόησης. Αυτό αναφέρθηκε ήδη από τον Engels στο «Αντι-Ντίρινγκ»: «Όμως, η διαλεκτική δεν είναι τίποτα παραπάνω από την επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης και της εξέλιξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και της νόησης» [4]. Έτσι ο Engels προσδιόρισε με σαφήνεια το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας και το οριοθέτησε από τα αντικείμενα των επιμέρους επιστημών και από αυτό που θεωρούσε η μη μαρξιστική φιλοσοφία ως το αντικείμενο της φιλοσοφίας.


Όλες οι προσπάθειες να ερμηνευτούν διαφορετικά οι αντιλήψεις του Engels σχετικά με το αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας, όπως πράττουν μερικοί «αντιδογματικοί», είναι αδικαιολόγητες, ακόμη και τότε που αυτές γίνονται υπό την επίκληση του ονόματός του. Η θέση του Engels στο ζήτημα αυτό είναι σαφής. Το ότι ο Engels δεν ήθελε να περιορίσει τη μαρξιστική φιλοσοφία στη γνωσιοθεωρία, αυτό το αποδεικνύει το συνολικό φιλοσοφικό του έργο που παρήγαγε ως συνιδρυτής της μαρξιστικής φιλοσοφίας.



Η μαρξιστική φιλοσοφία ως κοσμοθεωρία και το αντικείμενό της


Έχουμε δει με ποιο τρόπο τεκμηριώνεται στη διαλεκτική δομή του κόσμου η δυνατότητα μιας επιστήμης, η οποία έχει ως αντικείμενο τους γενικούς νόμους της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Αλλά από την ύπαρξη αυτών των νόμων δεν προκύπτει αναγκαστικά και η ύπαρξη μιας επιστήμης για αυτούς τους νόμους. Αυτό αποδεικνύει η ιστορία της φιλοσοφίας χιλιάδων χρόνων. Καμιά από τις προμαρξιστικές ή τις σημερινές μη μαρξιστικές φιλοσοφίες δεν είχε και δεν έχει συνειδητά ως αντικείμενο τους γενικούς νόμους εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Στο βαθμό που οι νόμοι αυτοί βρήκαν την αντανάκλασή τους στη μη μαρξιστική φιλοσοφία, αυτό συνέβη αυθόρμητα, όχι όμως επειδή έγινε αντιληπτό επιστημονικά το αντικείμενο της φιλοσοφίας. Αυτό έχει τόσο γνωσιοθεωρητικές όσο και –κυρίως- ταξικές αιτίες. Μόνο πάνω σε προλεταριακή ταξική βάση μπόρεσε να δημιουργηθεί η επιστημονική φιλοσοφία.


Το κοινωνικό καθήκον του προλεταριάτου, που προκύπτει από την ειδική ταξική θέση του, βρίσκεται στην εξάλειψη της ταξικής κοινωνίας, στην οικοδόμηση της αταξικής κοινωνίας, του κομμουνισμού και στην πραγματοποίηση των μεγάλων ουμανιστικών ιδεωδών της ειρήνης και του ανθρωπισμού. Η δημιουργία μιας τέτοιας κοινωνικής κατάστασης όμως, απαιτεί μια τεράστια επαναστατική ανατροπή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων.


Για να μπορέσει να λάβει χώρα αυτή η ανατροπή, το προλεταριάτο χρειάζεται μια επιστημονική θεωρία, η οποία θα του δώσει πληροφορίες για την ουσία και την δομή του κόσμου, για την ουσία και την ιδιαίτερη ποιότητα του ανθρώπου, για τη θέση του απέναντι στον κόσμο και, τέλος, θα αναλύσει τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Το προλεταριάτο χρειάζεται μια επιστημονική θεωρία, η οποία θα αποκαλύψει την προοπτική εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας και θα αποσαφηνίσει τις συνθήκες και τους παράγοντες που θα κάνουν δυνατό σε αυτό να εκπληρώσει το ιστορικό του καθήκον. Το επαναστατικό εργατικό κίνημα χρειάζεται μια κοσμοθεωρία, η οποία θα αντιστοιχεί και θα υπηρετεί τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών, που θα αποτελεί έκφραση των οραμάτων των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή, για ειρήνη, ευημερία και ευτυχία, που αναπτύχθηκαν στην πάροδο χιλιετηρίδων. Αυτή η κοσμοθεωρία του προλεταριάτου δεν μπορεί να είναι ένα δόγμα σωτηρίας ούτε και μια συνταγή περί ευτυχίας, αλλά στην ουσία της πρέπει να είναι επιστημονική.


Οι ιδρυτές της μαρξιστικής φιλοσοφίας αναγνώρισαν την αναγκαιότητα μιας επιστημονικής κοσμοθεωρίας, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα να φτάσει στο στόχο του. «Η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα» [5]. Και: «Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να άρει το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν μπορεί να αρθεί χωρίς να πραγματώσει τη φιλοσοφία» [6].


Οι κλασικοί της μαρξιστικής φιλοσοφίας με το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό δημιούργησαν αυτή την κοσμοθεωρία. Γενικά, πρέπει όμως να ειπωθεί ότι η έννοια «κοσμοθεωρία» δεν είναι σε αρκετούς σαφής. Έτσι για παράδειγμα γίνεται λόγος περί υλισμού και ιδεαλισμού ως κοσμοθεωρία, ή η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία χαρακτηρίζονται επίσης ως διαφορετικές κοσμοθεωρίες κτλ. Κατά τη χρήση της έννοιας κοσμοθεωρία πρέπει κανείς επομένως να οριοθετηθεί και να προσδιορίσει τί ακριβώς εννοεί. Εδώ ο όρος κοσμοθεωρία χρησιμοποιείται αποκλειστικά με την έννοια ότι κατά την επιστημονική κοσμοθεωρία –όπως λέει και η ονομασία- πρόκειται για μια αντανάκλαση του συνόλου του κόσμου, η οποία έχει αποκτηθεί στη βάση των επιστημών και έχει επιβεβαιωθεί στην κοινωνική πράξη. Η επιδίωξη να κατανοηθεί ο κόσμος ως ολότητα, χαρακτηρίζει κάθε κοσμοθεωρία σε σύγκριση με τις επιμέρους επιστήμες.


Ο κύριος σκοπός, το κύριο καθήκον, και, επομένως, το κύριο περιεχόμενο κάθε κοσμοθεωρίας, είναι να βρει μια απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, σχετικά με την σχέση του προς τον κόσμο. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται σε τελική ανάλυση για το θέμα άνθρωπος και κόσμος, και εκεί, όπου ο κόσμος/το σύμπαν ταυτίζεται με τον Θεό, πρόκειται αντίστοιχα για το θέμα άνθρωπος και Θεός. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, γιατί κάθε κοσμοθεωρία είναι κοσμοθεωρία για τον άνθρωπο, ακριβέστερα, για μια συγκεκριμένη ομάδα, μια συγκεκριμένη τάξη ανθρώπων. Κάθε κοσμοθεωρία πρέπει να εκπληρώσει ένα κοινωνικό καθήκον. Στην ταξική κοινωνία αποτελεί έκφραση συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων και αναγκών και δημιουργείται για να βοηθήσει στην πραγμάτωση αυτών των συμφερόντων. Αυτό ισχύει σε απεριόριστο βαθμό και για τη μοναδική επιστημονική κοσμοθεωρία, τη μαρξιστική κοσμοθεωρία.


Τι προκύπτει όμως απ΄ το γεγονός ότι η μαρξιστική φιλοσοφία είναι πρωταρχικά κοσμοθεωρία, για την απάντηση του ερωτήματος αναφορικά με το αντικείμενό της;


Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της μαρξιστικής φιλοσοφίας είναι για παράδειγμα ο αθεϊσμός της, δηλαδή η απόρριψη της θρησκείας, της πίστης σε υπερφυσικές δυνάμεις και οντότητες, σε έναν ή σε περισσότερους θεούς, σε έναν επέκεινα κόσμο κτλ. Η συνεπής επιστημονική-υλιστική τεκμηρίωση του αθεϊσμού λαμβάνει χώρα από δυό πλευρές, απ΄ την πλευρά των φυσικών επιστημών και από αυτή των κοινωνικών επιστημών. Στις βασικές μαρξιστικές θέσεις, πάνω στις οποίες θεμελιώνεται ο προλεταριακός αθεϊσμός, ανήκουν οι θέσεις περί υλικής ενότητας του κόσμου, περί αδιάσπαστης σχέσης ύλης και κίνησης, περί απειρότητας του κόσμου στο χώρο και στο χρόνο, περί ανεξάντλητης ύλης αναφορικά με τις δυνατότητες εξέλιξής της, περί του πρωτεύοντος της ύλης σε σχέση με τη συνείδηση κτλ. Αν παραιτηθεί κανείς από τις θέσεις αυτές, τότε η τεκμηρίωση του αθεϊσμού είναι αδύνατη. Ποιο χαρακτήρα όμως έχουν αυτές οι θεμελιώδεις θέσεις της μαρξιστικής φιλοσοφίας; Αναφέρονται εξ΄ ολοκλήρου στο σύνολο του κόσμου και δεν περιορίζονται σε μια ή σε μερικές μορφές κίνησης, σε μια ή σε περισσότερες μορφές της ύλης. Αποτελούν την έκφραση, την αντανάκλαση των νομοτελειών του κόσμου, εκείνων των νομοτελειών στις οποίες υπόκεινται χωρίς εξαίρεση όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα του κόσμου.


Η μαρξιστική γνώση για παράδειγμα, ότι η ύλη και η κίνηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, ή, κάτι που σημαίνει το ίδιο, η γνώση ότι η κίνηση αποτελεί τρόπο ύπαρξης της ύλης, ότι δεν υπάρχει ύλη χωρίς κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη, ισχύει ανεξαίρετα για όλα τα υλικά αντικείμενα και για κάθε ειδική μορφή κίνησης. Η νομοτελειακή αλληλοσύνδεση ύλης και κίνησης είναι μια καθολική υλική αλληλοσύνδεση. Η μαρξιστική φιλοσοφία πρέπει να εξετάσει αυτή την αλληλοσύνδεση, και την εξετάζει de facto, κάτι που δεν μπορεί να το φέρει σε πέρας καμιά επιμέρους επιστήμη. Αυτό φαίνεται ήδη απ΄ το γεγονός και μόνο ότι οι κατηγορίες ύλη και κίνηση είναι φιλοσοφικές κατηγορίες. Απ΄ τη σκοπιά των επιμέρους επιστημών οι κατηγορίες αυτές δεν μπορούν να αποκτηθούν. Επειδή κάθε επιμέρους επιστήμη έχει να κάνει σχέση μόνο με μια συγκεκριμένη τάξη υλικών αντικειμένων, δεν μπορεί από μόνη της να ερευνήσει την φιλοσοφική κατηγορία της ύλης, και επειδή κάθε φορά εξετάζει μόνο μια συγκεκριμένη μορφή κίνησης, δεν μπορεί να καταλήξει έτσι στη φιλοσοφική κατηγορία της κίνησης.


Κάθε γενικό δεν εισέρχεται όλο στο ξεχωριστό/ενικό. Η συγκεκριμένη ειδική τάξη υλικών αντικειμένων εκφράζει το κοινό που υπάρχει σε όλα τα υλικά αντικείμενα μόνο στην ιδιαίτερη μορφή της, αυτό όμως σημαίνει ότι το εκφράζει μόνο εν μέρει, μόνο ελλιπώς. Η εξέταση μιας ειδικής τάξης υλικών αντικειμένων δεν αρκεί για να αποκαλυφθεί το κοινό σε όλα τα υλικά αντικείμενα. Στην περίπτωση της έννοιας της ύλης η διαπίστωση αυτή αποδεικνύεται καθαρά από την ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας. Η μηχανική-μεταφυσική έννοια της ύλης του 17ου και του 18ου αιώνα είχε εξαχθεί μόνο από τα αντικείμενα της κλασικής φυσικής. Αυτό είχε αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα τη γνωστή του μονομέρεια και στενότητα. Το ίδιο ισχύει αναλόγως και για την τότε έννοια της κίνησης.


Η διαλεκτική-υλιστική υπέρβαση αυτών των στενοτήτων έλαβε μεν χώρα πάνω στη βάση των αποτελεσμάτων των επιμέρους επιστημών, οι δηλωτικές προτάσεις όμως, για παράδειγμα του Engels και του Lenin σχετικά με την ύλη, δεν ήταν ούτε και είναι ταυτόσημες γενικά με αυτές των επιμέρους επιστημών. Ως μια περαιτέρω απόδειξη για το ότι οι επιμέρους επιστήμες από μόνες τους δεν μπορούν να φτάσουν στις φιλοσοφικές κατηγορίες, πρέπει να ειδωθεί και η προσπάθεια των σημερινών αστών φυσικών επιστημόνων να διατυπώσουν μια φυσικο-επιστημονική έννοια της ύλης, η οποία θα είναι ισότιμη με αυτή της φιλοσοφικής έννοιας της ύλης. Σε τελική ανάλυση η προσπάθεια αυτή έχει φυσικά και ταξικές αιτίες, δείχνει όμως επίσης ότι οι φυσικοί επιστήμονες όσο διάστημα παραμένουν μόνο στο έδαφος της επιστήμης τους, δεν μπορούν να κατανοήσουν την φιλοσοφική έννοια της ύλης.


Όπως ο προλεταριακός αθεϊσμός βασίζεται πάνω στις πιο γενικές νομοτέλειες της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης και δεν μπορεί να είναι καθεαυτό έργο των επιμέρους επιστημών, έτσι και οι επιμέρους επιστήμες δεν μπορούν από μόνες τους να απαντήσουν γενικά σε κανένα κοσμοθεωρητικό ερώτημα. Στα ερωτήματα και στα προβλήματα στα οποία οι εργαζόμενοι απαιτούν μια απάντηση, ανήκουν τέτοια ερωτήματα και προβλήματα όπως η σχέση ύλης και συνείδησης, η αντικειμενικότητα και η επιστημονικότητα, η ενότητα θεωρίας και πράξης, η ελευθερία και η αναγκαιότητα, η νομοτέλεια, η πρόοδος, ο ουμανισμός, το νόημα της ζωής κτλ. Η απάντηση όμως αυτών των ερωτημάτων είναι δυνατή μόνο πάνω στη βάση των γενικών νόμων και δεν μπορεί να επιτευχθεί απ΄ τη σκοπιά μιας επιμέρους ειδικής μορφής κίνησης της ύλης. Καμιά επιμέρους επιστήμη μέχρι σήμερα δεν έδωσε σ΄ αυτά τα ερωτήματα μια επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση. Τα ζητήματα αυτά ανήκουν εξ΄ ολοκλήρου στο αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η μαρξιστική φιλοσοφία πρέπει να απαντήσει σ΄ αυτά τα ερωτήματα, και τα απαντά. Αυτό όμως σημαίνει ότι το αντικείμενό της δεν είναι ταυτόσημο με τα αντικείμενα των επιμέρους επιστημών, πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτά. Η μαρξιστική φιλοσοφία έχει το δικό της αντικείμενο, και πρέπει να το έχει, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει την αποστολή της ως κοσμοθεωρία του προλεταριάτου. Το να εκπληρώσει αυτό το καθήκον δεν είναι ζήτημα θεωρίας, αλλά πρακτικό ζήτημα, και δεν μπορεί να υπάρξει σ΄ αυτό διαφωνία επειδή πρόκειται για ένα γεγονός.


Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό η μαρξιστική φιλοσοφία να αναπτυχθεί παραπέρα, να γίνει πιο συγκεκριμένη, οι γενικοί νόμοι της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης που αποτελούν το αντικείμενό της να ερευνηθούν ακόμη πιο βαθιά και πιο εκτεταμένα και οι αποκτηθείσες γνώσεις να εφαρμοστούν ακόμη πιο συνειδητά στη πάλη της εργατικής τάξης για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά και μετέπειτα στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη τις νέες συνθήκες.



Η ενότητα υλισμού και διαλεκτικής


Παρ΄ όλο που στον αστικό υλισμό (για παράδειγμα στον Diderot) υπήρξαν προσεγγίσεις διαλεκτικής σκέψης, στην αστική φιλοσοφία ο υλισμός και η διαλεκτική σε τελική ανάλυση αναπτύχθηκαν χωριστά. Ο αστικός υλισμός ήταν ουσιαστικά μεταφυσικός, και η διαλεκτική αναπτύχθηκε στα όρια ιδεαλιστικών φιλοσοφικών συστημάτων. Μόνο στη μαρξιστική φιλοσοφία αλληλοδιεισδύουν ο υλισμός και η διαλεκτική, σ΄ αυτήν ο υλισμός εμπλουτίστηκε από τη διαλεκτική με τη «διδασκαλία της εξέλιξης στην πιο πλήρη, βαθιά κι απαλλαγμένη από κάθε μονομέρεια μορφή της, η διδασκαλία της σχετικότητας της ανθρώπινης γνώσης που μας δίνει μια αντανάκλαση της αιώνια εξελισσόμενης ύλης» [7]. Στη μαρξιστική φιλοσοφία ο υλισμός είναι διαλεκτικός και η διαλεκτική είναι υλιστική. Ο χαρακτηρισμός «διαλεκτικός υλισμός» εκφράζει επομένως ακριβώς την ουσία αυτής της φιλοσοφίας και ταυτόχρονα τη βασική διαφορά της με τη συνολική προμαρξιστική καθώς και τη σημερινή αστική φιλοσοφία. Χωρίς διαλεκτική δεν υπάρχει συνεπής υλισμός. Υλισμός σημαίνει βασικά, ο πραγματικός κόσμος –η φύση και η κοινωνία- να γίνεται έτσι κατανοητός όπως αυτός υπάρχει πραγματικά και να ερμηνεύεται με βάση τον ίδιο.


Αυτό όμως είναι δυνατό τότε μόνο, όταν αποδεικνύεται ότι η κίνηση και η ανάπτυξη στον κόσμο είναι αυτοκίνηση και αυτοανάπτυξη. Ακριβώς αυτό το πρόβλημα λύνει η υλιστική διαλεκτική. Η συνεπής υλιστική θέση απαιτεί επομένως τη διαλεκτική προσέγγιση του υλικού κόσμου και της αντανάκλασής του στη συνείδηση. Η υλιστική διαλεκτική διεισδύει στη συνολική μαρξιστική φιλοσοφία απ΄ την αρχή έως το τέλος. Όπως ο συνεπής υλισμός περιλαμβάνει τη διαλεκτική, έτσι και αντίστροφα η συνεπής υλοποίηση της διαλεκτικής αντίληψης του κόσμου έχει ως προϋπόθεση την υλιστική λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας. Μέσα στα ιδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα η διαλεκτική υλοποιείται αναγκαστικά με ασυνέπεια. Η αντίληψη περί ανάπτυξης προσκρούει σε όρια τα οποία προκύπτουν από την ιδεαλιστική βασική αντίληψη. Αυτό φαίνεται για παράδειγμα στη φιλοσοφία του Hegel, ο οποίος ναι μεν απ΄ τη μια μεριά διαπίστωσε την καθολική, αιώνια κίνηση και ανάπτυξη, απ΄ την άλλη όμως ισχυρίστηκε ότι η ανάπτυξη συνολικά περατώνεται στην πρωσική μοναρχία και στο φιλοσοφικό του σύστημα. Η σωστή αντίληψη για την κίνηση σαν καθολική και αιώνια είναι δυνατή μόνο όταν η κίνηση κατανοείται ως τρόπος ύπαρξης της ύλης. Η αντικειμενική βάση για την ενότητα υλισμού και διαλεκτικής στη μαρξιστική φιλοσοφία είναι η αναπόσπαστη ενότητα ύλης και κίνησης.


Στη μαρξιστική φιλοσοφία ο υλισμός και η διαλεκτική στην ενότητά τους είναι τόσο θεωρία όσο και μέθοδος. Θα ήταν λάθος να κατανοηθεί ο υλισμός μόνο ως φιλοσοφική θεωρία όχι όμως και ως μέθοδος, και η διαλεκτική να κατανοηθεί μόνο ως φιλοσοφική μέθοδος όχι όμως και ως θεωρία. Η θεωρία ερμηνεύει τα αντικείμενα, τις αλληλοσυνδέσεις και τα προτσές όπως υπάρχουν πραγματικά, αποκαλύπτει την ουσία τους και τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους κινούνται και αναπτύσσονται. Η φιλοσοφική θεωρία ερευνά τη σχέση μεταξύ ύλης και συνείδησης και –ξεκινώντας από τη διαλεκτική-υλιστική απάντηση στο βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας και συγκεκριμενοποιώντας αυτή την απάντηση- τους γενικούς νόμους κίνησης και ανάπτυξης του υλικού κόσμου και της νόησης. Η μέθοδος είναι ένα σύστημα κανόνων και αρχών, που καθορίζουν τις πράξεις ή τις ενέργειες των ανθρώπων, οι οποίες ξεκινούν από δεδομένες συνθήκες και οδηγούν σ΄ ένα συγκεκριμένο στόχο, στη γνώση της πραγματικότητας και στην αλλαγή της. Η μέθοδος πρέπει να οδηγεί στη γνωστική δραστηριότητα και στην πρακτική δράση με τέτοιο τρόπο, που να συμφωνεί με τους νόμους του υλικού κόσμου και της νόησης. Η μέθοδος πρέπει επομένως να βασίζεται στη γνώση των νόμων, δηλαδή στην αντίστοιχη θεωρία. Οι νόμοι και οι κατηγορίες της θεωρίας μετασχηματίζονται στη μέθοδο σε κανόνες και αρχές της γνωστικής δραστηριότητας και της πρακτικής δράσης. Η αξία της μεθόδου είναι επομένως τόσο πιο μεγάλη όσο με μεγαλύτερη ακρίβεια αντανακλά την πραγματικότητα η οποία αποτελεί τη βάση της θεωρίας.



Υλιστική αντίληψη της Ιστορίας


Η μαρξιστική θεωρία ως συνεπής υλισμός κατανοεί επίσης την κοινωνική ζωή υλιστικά. Οι φιλόσοφοι πριν από τον Marx δεν κατόρθωσαν να κατανοήσουν την κοινωνική ζωή υλιστικά λόγω ταξικών και θεωρητικών αιτιών. Θεωρούσαν τις ιδέες, από τις οποίες οδηγούνται οι άνθρωποι στην ιστορική τους δράση, ως τον τελικά καθοριστικό παράγοντα της Ιστορίας. Οι παλιότερες θεωρίες για την Ιστορία, γράφει ο Lenin, «στην καλύτερη περίπτωση εξέταζαν μόνο τα ιδεολογικά κίνητρα της ιστορικής δράσης των ανθρώπων και δεν ερευνούσαν τί είναι εκείνο που γεννά αυτά τα κίνητρα, δεν συλλαμβάνανε την αντικειμενική νομοτέλεια της ανάπτυξης του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων…» [8].


Την Ιστορία τους την κάνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Πως καθορίζονται όμως τα κίνητρα των ανθρώπων, όχι των μεμονωμένων αλλά της μάζας των ανθρώπων; Με ποιο τρόπο παράγονται οι αντίθετες ιδέες και επιδιώξεις; Πως προκύπτει η σύγκρουσή τους; Το ζήτημα αυτό το έλυσαν οι Marx και Engels, οι οποίοι –ξεκινώντας από τα συμφέροντα της απελευθερωτικής πάλης του προλεταριάτου- επέκτειναν τον υλισμό πάνω στην κοινωνία, τεκμηριώνοντας την υλιστική αντίληψη της Ιστορίας. Τα ιστορικά γεγονότα, κυρίως το ότι στις δεκαετίες του 1830 και 1840 τέθηκε στο προσκήνιο της Ιστορίας των πιο προοδευμένων χωρών της Ευρώπης η ταξική πάλη μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης, στο βαθμό τού πως αναπτύχθηκε η μεγάλη βιομηχανία και η πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, υποχρέωσαν τον Marx και τον Engels να εξετάσουν «ολόκληρη την ιστορία από την αρχή. Και τότε διαπιστώθηκε πως όλη η ως τα τώρα ιστορία, με εξαίρεση τα πρωτόγονα στάδια, είναι ιστορία ταξικών αγώνων και πως οι αντιμαχόμενες αυτές κοινωνικές τάξεις αποτελούν κάθε φορά το προϊόν των σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής, με μια λέξη των οικονομικών σχέσεων κάθε εποχής. Κατά συνέπεια, η οικονομική δομή της κοινωνίας αποτελεί κάθε φορά την πραγματική βάση, από την οποία μπορούμε να εξηγήσουμε ολόκληρο το εποικοδόμημα από τους νομικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και τις διάφορες άλλες ιδέες της δεδομένης ιστορικής περιόδου. […] Τώρα όμως ο ιδεαλισμός διώχτηκε και από το τελευταίο του καταφύγιο, από την αντίληψη για την ιστορία, και άνοιξε ο δρόμος για να εξηγήσουμε τη συνείδηση των ανθρώπων απ΄ το Είναι τους, αντί να εξηγούμε το Είναι τους από τη συνείδησή τους, όπως γινόταν ως τώρα» [9]. 


Την εσωτερική συνάφεια μεταξύ υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας και υλιστικής διαλεκτικής την υπογραμμίζει ο Engels: «Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας και η ειδική εφαρμογή της στη σύγχρονη ταξική πάλη μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης ήταν δυνατή μόνο μέσω της διαλεκτικής» [10].


Η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας αποκαλύπτει τη διαλεκτική του ιστορικού προτσές, τεκμηριώνει τη θέση ότι στην Ιστορία της κοινωνίας οι κατώτεροι οικονομικοί σχηματισμοί αντικαθίστανται νομοτελειακά από ανώτερους, οδηγώντας στη βαθύτερη κατανόηση της ιστορικής αναγκαιότητας της ανατροπής του καπιταλισμού και της οικοδόμησης του κομμουνιστικού κοινωνικού σχηματισμού.


Χωρίς την αναγνώριση των γενικών νόμων της ανάπτυξης του ιστορικού προτσές, δεν μπορεί να υπάρξει και αναγνώριση των γενικών νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.


Οι θεωρίες για την Ιστορία πριν από τον Marx δεν εξέταζαν πώς προκαλούνταν τα ιδεολογικά κίνητρα της ιστορικής δράσης των ανθρώπων, κάτι που εξαρτιόνταν επίσης απ΄ το ότι «δεν έπαιρναν υπόψη τους τη δράση ακριβώς των μαζών του πληθυσμού». Ο Marx, αντίθετα, εξέτασε «όλες τις αντιφατικές τάσεις στο σύνολό τους, ανάγοντάς τες στους όρους ζωής και παραγωγής των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας» [11]. Η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας στην πάλη των τάξεων αποκαλύπτει την κινητήρια δύναμη όλης της Ιστορίας στους ανταγωνιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Η υλιστική και διαλεκτική ανάλυση της Ιστορίας κατέληξε στη γνώση ότι οι τάξεις και η ταξική πάλη είναι ιστορικά φαινόμενα που συνδέονται μόνο με συγκεκριμένες βαθμίδες ανάπτυξης της υλικής παραγωγής, ότι ο καπιταλισμός είναι η τελευταία εκμεταλλευτική κοινωνία στην Ιστορία της ανθρωπότητας, ότι η ταξική πάλη του προλεταριάτου οδηγεί απαραίτητα στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.



Μαρξιστική φιλοσοφία και επιστήμες


Μεταξύ της μαρξιστικής φιλοσοφίας και των επιμέρους επιστημών υπάρχουν στενές, αμοιβαίες σχέσεις. Αντικειμενική τους βάση είναι η σχέση μεταξύ των νόμων οι οποίοι σχηματίζουν το αντικείμενο των επιμέρους επιστημών, και των γενικών, καθολικών νόμων οι οποίοι ισχύουν για όλα τα προτσές κίνησης και ανάπτυξης που αποτελούν αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Οι γενικοί νόμοι της κίνησης και της ανάπτυξης δεν επιδρούν ξεχωριστά από τους άλλους νόμους, δεν έχουν μια ιδιαίτερη σφαίρα επίδρασης έξω από αυτή των άλλων νόμων.


Η μαρξιστική φιλοσοφία, αναφορικά με τις επιμέρους επιστήμες, θέτει ως καθήκον της την γενίκευση των αποτελεσμάτων της συνολικής ιστορίας της γνώσης, η οποία επιτυγχάνεται από τις επιστήμες αυτές για την πραγματικότητα, μαζί με τα αποτελέσματα της πρακτικής αλλαγής του κόσμου, και τη διατύπωση των γενικών και καθολικών νόμων της κίνησης και της ανάπτυξης του υλικού κόσμου και της νόησης.


Μια άλλη πλευρά αυτής της αλληλεξάρτησης βρίσκεται στο ότι ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός αποτελεί το φιλοσοφικό-κοσμοθεωρητικό, γνωσιοθεωρητικό και μεθοδολογικό θεμέλιο για τις φυσικές, τις τεχνικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Στο προτσές της περαιτέρω ανάπτυξης των επιστημών, το οποίο χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη διαφοροποίηση των πεδίων γνώσης και ταυτόχρονα από την όλο και πιο ισχυρή οδόντωση και ενσωμάτωσή τους, ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός έχει μια σημαντική λειτουργία ενσωμάτωσης, ακριβώς για το λόγο ότι παρέχει φιλοσοφικές γνώσεις για το σύνολο του κόσμου και αποδεικνύει ότι η ενότητα του κόσμου βρίσκεται στην υλικότητά του, ότι εξετάζει τους γενικούς νόμους κίνησης και ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης.


Η μαρξιστική φιλοσοφία προσανατολίζει τις επιμέρους επιστήμες στο να ερευνήσουν την υλική πραγματικότητα και την αντανάκλασή της στη συνείδηση των ανθρώπων στην αλλαγή τους, στην εξέλιξή τους, στην αντιφατικότητά τους. Όσο πιο βαθιά πιάνουν οι επιμέρους επιστήμες τον διαλεκτικό χαρακτήρα των αλληλοσυνδέσεων και των προτσές, τόσο πιο πολύ προχωρούν από την εμπειρική παρατήρηση στη θεωρητική γνώση της πραγματικότητας, τόσο πιο αναγκαία γίνεται η εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής ως μέθοδος σκέψης. Ορθή θεωρητική σκέψη είναι πάντα διαλεκτική σκέψη. «Όμως σήμερα», γράφει ο Engels, «η σπουδαιότερη μορφή σκέψης για τις φυσικές επιστήμες είναι ακριβώς η διαλεκτική, γιατί μόνο αυτή μπορεί να δώσει το ανάλογο και κατά συνέπεια τη μέθοδο ερμηνείας για τις εξελικτικές διαδικασίες που συμβαίνουν στη φύση, για την αλληλοσύνδεση γενικά και για τη μετάβαση από μια περιοχή έρευνας στην άλλη» [12]. 


Η σημασία της επιστημονικής, της μαρξιστικής φιλοσοφίας για όλες τις επιστήμες γίνεται φανερή απ΄ το ότι οι εκπρόσωποί τους χρησιμοποιούν φιλοσοφικούς νοητικούς καθορισμούς, φιλοσοφικές έννοιες, όπως για παράδειγμα τις έννοιες ύλη, κίνηση, ανάπτυξη/εξέλιξη, νόμος, αναγκαιότητα, ουσία, περιεχόμενο, μορφή, γνώση, αλήθεια κτλ. Όλοι τους χρησιμοποιούν μεθόδους όπως ανάλυση και σύνθεση, επαγωγή και παραγωγή, αναγωγή, εξιδανίκευση, μοντελοποίηση κτλ, όπου εδώ οι έννοιες αυτές και οι μέθοδοι είτε είναι τεκμηριωμένες υλιστικά-διαλεκτικά είτε όμως μπορεί να είναι επηρεασμένες από τον ιδεαλισμό και τη μεταφυσική.


Ιδιαίτερη σημασία για τις επιστήμες έχει και η ευρετική λειτουργία της φιλοσοφίας. Κατά την επεξεργασία νέων θεωριών, στην προσπάθεια να κατανοηθούν βασικές αλληλοσυνδέσεις στη φύση ή στη κοινωνία με θεωρητικό-συστηματικό τρόπο, μολονότι δεν είναι ακόμη γνωστές όλες οι αναγκαίες συνθήκες, τα γεγονότα κτλ, «κάθε φορά χρειάζεται να συμπληρώσει η λογική αυστηρότητα την ατέλεια των γνώσεων» [13]. Για αυτή τη «λογική αυστηρότητα» είναι απαραίτητη η γνώση του φιλοσοφικού, του υλιστικού-διαλεκτικού τρόπου σκέψης.


Φυσικά οι επιστήμονες φτάνουν επίσης σε θετικά αποτελέσματα χωρίς να εφαρμόζουν συνειδητά τη διαλεκτική μέθοδο. Ανεξάρτητα όμως απ΄ το ότι συχνά αυτά συνδέονται με παρακάμψεις και εσφαλμένους δρόμους, υπάρχει σημαντική διαφορά στο αν φτάνει κανείς στο διαλεκτικό τρόπο σκέψης, «εφόσον αναγκαστεί σε κάτι τέτοιο από τα δεδομένα των φυσικών επιστημών, τα οποία συσσωρεύονται», ή στο αν «την αποκτήσει κανείς πιο εύκολα, αν πλησιάσει το διαλεκτικό χαρακτήρα αυτών των δεδομένων με τη συνείδηση των νόμων της διαλεκτικής σκέψης» [14]. Αυτό γίνεται εμφανές ιδιαίτερα σε περιόδους βαθιών αλλαγών στις επιστήμες, όταν τα νεο-ανακαλυπτόμενα γεγονότα αναγκάζουν στον επανέλεγχο βασικών εννοιών και ολόκληρων θεωριών. Γίνεται επίσης φανερό κατά τη γέννηση νέων επιστημών στο προτσές διαφοροποίησης και συνύφανσης ή ενσωμάτωσης των επιστημών. Σε τέτοιες καταστάσεις εμφανίζεται ανοιχτά η αναγκαιότητα ασχολίας με τις κοσμοθεωρητικές, γνωσιοθεωρητικές και μεθοδολογικές βάσεις των επιστημών. Ο Lenin έγραψε αναφορικά μ΄ αυτό: «… οι φυσικές επιστήμες προοδεύουν τόσο γοργά, περνούν μια τέτοια βαθιά επαναστατική αλλαγή σε όλους τους τομείς, που χωρίς φιλοσοφικά συμπεράσματα οι φυσικές επιστήμες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε καμιά περίπτωση» [15].


Η σημασία της φιλοσοφικές μεθόδου βρίσκεται στο ότι είναι καθολική: Δείχνει το γενικό δρόμο της γνώσης σε όλα τα πεδία της έρευνας. Δεν αποτελεί όμως ένα σχήμα για την κατασκευή θεωριών. Για να είναι σε θέση κανείς να την εφαρμόσει εξειδικευμένα και επιτυχημένα, πρέπει να συλλέξει δεδομένα στον εκάστοτε τομέα ερευνών και να τα μελετήσει λεπτομερώς. Για το λόγο αυτό κάθε επιστήμη αναπτύσσει τις δικές της ειδικές ερευνητικές μεθόδους, οι οποίες είναι κατάλληλες στον ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτού του ερευνητικού αντικειμένου. Η διαλεκτική δεν αντικαθιστά αυτές τις μεθόδους, αλλά αποτελεί την γενική βάση αυτών των ειδικών μεθόδων.


Η εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής στους διάφορους τομείς αποτελεί μια πραγματικά δημιουργική μέθοδο. Δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει το μερικό χωρίς να έχει συλλάβει το γενικό. Ο Lenin τόνιζε ότι καθένας που προσεγγίζει τα ειδικά ζητήματα, χωρίς προηγουμένως να έχει λύσει τα γενικά, αναπόφευκτα σε κάθε βήμα, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, θα σκοντάφτει σ΄ αυτά τα ζητήματα. Κατά παρόμοιο τρόπο εκφράστηκαν επίσης οι Albert Einstein, Max Planck, Max Born και πολλοί άλλοι επιφανείς φυσικοί επιστήμονες οι οποίοι διαπίστωναν ότι η κοσμοθεωρία του ερευνητή καθορίζει την κατεύθυνση της δουλειάς του, ενώ παράλληλα αποδοκίμαζαν το χωρισμό φιλοσοφίας και επιμέρους επιστημών που προπαγάνδιζε η αστική ιδεολογία.


Αυτό που, τέλος, πρέπει να τονιστεί, είναι ότι επειδή η κοινωνική πράξη αναπτύσσεται και θέτει νέα προβλήματα, είναι αναγκαίο και η μαρξιστική φιλοσοφία να αναπτύσσεται διαρκώς.

_______


Σημειώσεις


[1] Β. Ι. Λένιν: Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τόμ. 18, σ. 184/185


[2] Φρίντριχ Ένγκελς: Διαλεκτική της φύσης, σ. 227, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008.


[3] Β. Ι. Λένιν: Σχετικά με το ζήτημα της διαλεκτικής, Άπαντα, τόμ. 29, σ. 318.


[4] Φρίντριχ Ένγκελς: Αντι-Ντίρινγκ, σ. 182, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2006.


[5] Καρλ Μαρξ: Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, σ. 30, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978.


[6] Ό.π. Από μια αντιπαραβολή με το γερμανικό πρωτότυπο (βλ. MEW 1, σ. 391), προκύπτει ότι η ελληνική μετάφραση του γερμανικού ρήματος «aufheben» ως «εξαλείφω», είναι εσφαλμένη. Η σωστή απόδοση είναι «αίρω».


[7] Β. Ι. Λένιν: Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού, Άπαντα, τόμ. 23, σ. 42.


[8] Β. Ι. Λένιν: Καρλ Μαρξ, Άπαντα, τόμ. 26, σ. 57.


[9] Φρίντριχ Ένγκελς: Σοσιαλισμός, ουτοπικός και επιστημονικός, σ. 112/113, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2006.


[10] F. Engels: Die Entwicklung des Sozialismus von der Utopie zur Wissenschaft. Vorwort zur ersten Auflage [in deutscher Sprache (1882)], Marx-Engels Werke (MEW), τόμ. 19, σ. 187/188


[11] Β. Ι. Λένιν: Καρλ Μαρξ, σ. 57.


[12] Φρίντριχ Ένγκελς: Διαλεκτική της φύσης, σ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2008.


[13] Όπ., σ. 19.


[14] Φρίντριχ Ένγκελς: Αντι-Ντίρινγκ, σ. 18.


[15] Β. Ι. Λένιν: Για τη σημασία του μαχόμενου υλισμού, Άπαντα, τόμ. 45, σ. 31.


Πάρθηκε από https://orizondas.blogspot.com/2016/07/blog-post_20.html

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

Ο ΣΥΡΙΖΑ στον Γράμμο: Η φάρσα του σοσιαλφασισμού πάει στην άκρη της

Η παρουσίαση του τριημέρου της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ – Φωτό από την 1η σελίδα του φ. 51 της Νέας Ανατολής με την κόκκινη σημαία που υψώθηκε από την ΟΑΚΚΕ στο Γράμμο στις 13 Σεπτέμβρη του 1987

Μεταξύ 6 και 9 Αυγούστου, οι οργανώσεις Σπουδάζουσας της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ διοργάνωσαν «εναλλακτικό camping», όπως το αποκάλεσαν, στο Νεστόριο Καστοριάς, «μια ιστορική περιοχή, όπου πριν από 71 χρόνια τα γεγονότα που συνέβησαν καθόρισαν τη σύγχρονη ιστορία του τόπου».

«Το πρόγραμμα», ανέφεραν οι συριζαίοι νεολαίοι, «ξεκινά με ιστορικό περίπατο στον πύργο Κοτύλης και επίσκεψη στο μνημείο στη θέση Σπανούρα. Ο πύργος της Κοτύλης (ή όπως τον λένε οι ντόπιοι “Χάρο”) κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου αποτελούσε ένα από τα περάσματα του Δ.Σ.Ε προς το Βίτσι. Το καλοκαίρι του 1947 κατά τη διάρκεια σκληρής μάχης αποδεκατίστηκε από τον Ελληνικό Στρατό διμοιρία του τάγματος των ανταρτών, που επιχειρούσε στην περιοχή. Επέζησαν μόνο 3 μαχητές. Γιάννης Θεοδώρου, Νίκος Χατζηβασιλείου και Θάνος Δημητρίου. Πολεμώντας μέχρι και την τελευταία σφαίρα τους αντί να παραδοθούν στις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού αγκαλιάστηκαν και τραγουδώντας το τραγούδι του Δ.Σ.Ε, “για σε πατρίδα μας Ελλάδα, ζώσαμε τα άρματα ξανά», έπεσαν στον γκρεμό.

Το πρόγραμμα περιελάμβανε ακόμη επίσκεψη στο Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης, καθώς και «ιστορικό περίπατο στο νοσοκομείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», και θα ολοκληρωθεί με εκδήλωση γύρω από τις «βιωματικές αφηγήσεις του Γιάννη Μότσιου, μαχητή του Δ.Σ.Ε και ομότιμου καθηγητή του πανεπιστημίου Ιωαννίνων».

Μέχρι πρόσφατα, και μιλώντας για την περίοδο μετά το 1995, σε κάλπικους παιάνες για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας μας είχε συνηθίσει κυρίως το ψευτοΚΚΕ, κόμμα - πολιτική «μάνα» του «μετωπικού» ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα αυτό, αφού παράχωσε καλά - καλά και κατασυκοφάντησε το δεύτερο αντάρτικο και τον πολιτικό αρχηγό του, Νίκο Ζαχαριάδη, για 40 ολάκερα χρόνια (1956-1996), σκοτώνοντας το αληθινό ΚΚΕ και φορώντας τα ρούχα του θύματος, έκανε τον επιτυχημένο εισοδισμό του στην κλασσική αστική τάξη κι έπειτα άρχισε ξαφνικά από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 να υμνεί έναν ολότελα φτιαχτό, νεοτροτσκιστικό, ντούρο «αντικαπιταλιστικό» ΔΣΕ, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της υποτιθέμενης «αριστερής - αριστερίστικης» στροφής του ολωσδιόλου δεξιού και σοσιαλφασιστικού-ρεβιζιονιστικού ρώσικου πρακτορείου του Περισσού. Εννοείται βέβαια ότι αφού ο εισοδισμός είχε πετύχει και το ψευτοΚΚΕ είχε μπει ακόμη και σε κυβερνήσεις μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ ως ενιαίος ΣΥΝ το 89-90, ο νεόκοπος «ΔΣΕιτισμός» των κνιτών δεν ενόχλησε κανέναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κανέναν παπά και κανέναν γραφειοκράτη, που δε χάνουν ευκαιρία να εκδηλώσουν το «σεβασμό» τους στις «αρχές» και τη «συνέπεια» των Παπαρήγα, Κουτσούμπα και σία.

(Mέχρι τότε όλοι πλην της κάποτε συνεπούς τάσης μέσα στη μ-λ επαναστατική Αριστερά, που παιδί της -και η μόνη οργανωμένη πολιτικοϊδεολογική επιβίωσή της- είναι η ΟΑΚΚΕ, και μιας χούφτας παλιών μαχητών πολιτικών προσφύγων, κρατούσαν το Δημοκρατικό Στρατό θαμμένο ή τον συκοφαντούσαν. Όταν η ΟΑΚΚΕ, μαζί με συντρόφους της πολιτικούς πρόσφυγες - κομμουνιστές του παλιού ΚΚΕ ύψωσε στο Γράμμο, τον Σεπτέμβρη του 1987, μια κόκκινη σημαία και ένα πλακάτ που έγραφε «Τιμή και Δόξα στον ΔΣΕ», οι γύπες του σοσιαλφασιστικού ρεβιζιονισμού, επί εποχής του ανοιχτά δεξιού γκορμπατσοφισμού, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να θάψουν κάθε μνήμη και κάθε δίδαγμα του β΄ αντάρτικου).

Ο χώρος των μειοψηφικών ανανεωτικών του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ (που γίνανε ΔΗΜΑΡ και σήμερα ξαναγύρισαν στην αγκαλιά των κνιτών του Τσίπρα) κρατούσε την παλιά, ρεφορμιστική γραμμή του «Κ»Κεσωτερικού των Παρτσαλίδηδων περί ΔΣΕ «αριστερίστικου τυχοδιωχτισμού του Ζαχαριάδη», ενώ οι πλειοψηφικοί κνίτες του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ (που είχανε μέσα κι εκείνους που αργότερα έγιναν ΛΑΕ) δέχονταν τον ΔΣΕ ως «πατριωτικό αντιαμερικανικό» και συνήθως επέκριναν το στόχο για σοσιαλιστική λαϊκή δημοκρατία που έθεσε ο Ν. Ζαχαριάδης στην 5η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ το Γενάρη του ‘49, καθώς και τη διεθνιστική γραμμή του ΚΚΕ και του ΔΣΕ στο ζήτημα της εθνικά μακεδονικής μειονότητας και του μακεδονικού έθνους, η οποία ήταν ακριβώς και ο λόγος που ο ιμπεριαλισμός και οι μοναρχοφασίστες έστηναν τους κομμουνιστές και τους συμμάχους τους, πατριώτες και δημοκράτες, στον τοίχο και τους έσερναν κατά χιλιάδες στα στρατοδικεία.

Κλασσικός αστικός Τύπος, φιλελεύθεροι και παλαιοδεξιοί δημοσιολόγοι κάγχασαν στην είδηση της εκδήλωσης των νεολαίων του ΣΥΡΙΖΑ, με τους πιο οξυδερκείς από αυτούς να επισημαίνουν πόσο γελοίο είναι ένα κόμμα που κυβέρνησε εφαρμόζοντας σκληρά μέτρα περιορισμού λαϊκών εισοδημάτων στο όνομα του να κρατηθεί στην καρέκλα της εξουσίας και με συνεχείς και εγκάρδιου χαρακτήρα συναντήσεις με προέδρους, πρωθυπουργούς και πρέσβεις χωρών της Δύσης να υποδύεται ταυτόχρονα τη συνέχεια του επαναστατικού αντάρτικου του ΔΣΕ. Οι λιγότερο οξυδερκείς και αθεράπευτα αντικομμουνιστές είδαν μια ακόμη επιβεβαίωση του «βαθέως κομμουνιστικού» χαρακτήρα του κόμματος του Τσίπρα κι έτσι νομίζουν για άλλη μια φορά πως «καθάρισαν» με το φάντασμα της πραγματικής δημοκρατικής και επαναστατικής Αριστεράς και του κομμουνισμού που κυνηγά την ελληνική άρχουσα τάξη εδώ και δεκαετίες, ταυτίζοντάς τους με τον ανυπόληπτο στο λαό και απόλυτα σάπιο ΣΥΡΙΖΑ.

Κανείς τους πάντως δεν κατάλαβε τη βαθύτερη σημασία του να πηγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το κυβερνητικό - μετωπικό - ανοιχτά αστικό ψευτοΚΚΕ που έχει ντυθεί «νέο ΠΑΣΟΚ», δηλαδή το μαζικό λαϊκό «αντιδεξιό» κόμμα, στον Γράμμο για να υμνήσει τάχα την σοσιαλιστική - αντιιμπεριαλιστική επανάσταση, την οποία οι ίδιοι οι κνίτες ηγέτες μετά το 1956 σκότωσαν, ταπείνωσαν και έσυραν στη λάσπη.

Το άδειο κέλυφος

Τι σημαίνει όμως τελικά η όψιμη «αγάπη» του ΣΥΡΙΖΑ των νεοκαραμανλικών κυπατζήδων Παπαγγελόπουλων, των καταγγελόμενων εκβιασμών σε δικαστικούς, της πολιτικής κτηνωδίας έναντι των θυμάτων της φονικής φωτιάς στο Μάτι, των ακροδεξιών ή και φιλοταγματασφαλιτών συμμάχων τύπου Καμμένου και εκδοτών - διευθυντών φυλλάδων τύπου «Δημοκρατίας» και της σημερινής «Εστίας», της προσπάθειας ελέγχου και άλωσης των ΜΜΕ, των πουτινικών νεοολιγαρχών Σαββίδηδων για τον ΔΣΕ; Γιατί δεν τους φτάνει, όπως συνέβαινε τόσα χρόνια, ο ανασκολοπισμός της ιστορίας του μεγαλειώδους αντιφασιστικού ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το χάιδεμα κάθε παρέκκλισης και κάθε σοβαρού ή έστω δευτερεύοντος λάθους του κινήματος εκείνου (τα οποία οι ίδιοι υμνούν ως σωστά) και αναγκάζονται να μπουν στα χωράφια του ανώτερου σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο οργάνωσης άλματος του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς στην ιστορία της χώρας μας, που αποτελούσε ο Δημοκρατικός Στρατός;

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει πρακτικά την ιστορία όπως ακριβώς και τα αφεντικά του ίδιου και του ψευτοΚΚΕ, οι Ρώσοι σοσιαλιμπεριαλιστές: ως όχημα συμβόλων που χρησιμοποιούνται για τους ακριβώς αντίθετους σκοπούς από εκείνους που συμβόλισαν κάποτε. Όπως ο Αδόλφος Πούτιν εισβάλει και κόβει κομμάτια της ανεξάρτητης Ουκρανίας ουρλιάζοντας «αντιφασιστικά» και φτιάχνοντας ακόμη και ψεύτικες «αντιφασιστικές εξεγέρσεις» και «λαϊκές δημοκρατίες», τις οποίες κυβερνάνε φιλορώσοι ταγματαλήτες και ναζιστικά - αντισημιτικά κατακάθια, προκειμένου να παραλύει την αυθόρμητη αριστερά της βάσης σε όλο τον πλανήτη και να μη συναντά αντιδράσεις ή και να επιδοκιμάζεται ως «αντίβαρο στην ιμπεριαλιστική Δύση», έτσι και τα παραπαίδια του στην Ελλάδα δίνουν «υδραργυρικά» σε κάθε μεγαλειώδη στιγμή της ιστορίας του λαϊκού κινήματος τη μορφή και το σχήμα που βολεύει τις σημερινές άνομες και αντιδραστικές στοχεύσεις τους.

Το κόμμα του Τσίπρα έχει καταπιεί το μεγαλύτερο μέρος του ΠΑΣΟΚ και, με τη βοήθεια σοσιαλφασιστών που είναι εδώ και δεκαετίες ντυμένοι σοσιαλδημοκράτες (Μπίστης, Κουβέλης, Ρεπούση κλπ.) και μερικών υφεσιακών προς τον σοσιαλφασισμό πραγματικών σοσιαλδημοκρατών (π.χ. Μουζέλης), εν πολλοίς έχει καταφέρει να εισοδήσει στις δυτικές καγκελαρίες και στους ευρωσοσιαλιστές ως κόμμα εξουσίας που αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει στο Μαξίμου. Αυτό συμβαίνει βέβαια με την πολύτιμη βοήθεια και των κρυφοσυριζαίων του Λαλιώτη που σκοτώνουν από τα μέσα κάθε προοπτική ανάταξης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, προκειμένου τελικά να σύρουν το ταλαιπωρημένο κουφάρι του σε συμμαχία - υποταγή στον ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια ώρα λοιπόν, ο Τσίπρας βάζει τη νεολαία του να σκαρφαλώνει στον Γράμμο.

Αυτό δεν το το κάνει απλά και μόνο για να κλείνει το μάτι και να ελέγχει ιδεολογικά και πολιτικά τον δορυφοροποιημένο γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ «κόσμο του κινήματος» (τροτσκιστές, νεοκνίτες αναρχικούς, «μ-λ» νεοτροτσκιστές, φιλοσυριζαίους «διαφωνούντες» εντός, εκτός και επί τ’ αυτά του ψευτοΚΚΕ κλπ.). Σ’ αυτόν τον εντελώς πια χωρίς αρχές χυλό (όσον αφορά τουλάχιστον τα στελέχη), ο οποίος σε πολύ μεγάλο βαθμό στις τελευταίες εκλογές έστειλε έμμεσα τη βάση του να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ ως «ανάχωμα στη δεξιά παλινόρθωση», η Κουμουνδούρου λέει: «Μη φοβάστε τίποτε, είμαστε πιο αριστεροί από ποτέ, όλες οι σοσιαλδημοκρατικές και ψευτορεαλιστικές μανούβρες μας είναι για να κερδίσουμε την κρίσιμη μάζα των αλλοτριωμένων μαζών, που τα ΜΜΕ και η Δεξιά κοιμίζουν και επηρεάζουν. Η καρδιά μας είναι πάντα κόκκινη και αντιδυτική. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, όποτε κι αν έλθει, αργά ή γρήγορα, ενάντια στην αντικινηματική, αυταρχική ΝΔ θα είναι και δική σας νίκη, και το ξέρετε, όσο κι αν γκρινιάζετε αντικαπιταλιστικά. Βοηθήστε μας λοιπόν φωνάζοντας παντού ότι σίγουρα, παρά τα λάθη ή τα αμαρτήματά μας, είμαστε καλύτερη ή λιγότερο χειρότερη επιλογή σε σχέση με τη ΝΔ». Πρόκειται για την κλασσική διπλή γλώσσα του φασισμού, στην οποία επιμένουμε πολύ και η οποία είναι αλάνθαστη απόδειξη αντιδραστικότητας ενός πολιτικού ρεύματος, όπως έχουμε τονίσει και στο παρελθόν.

Αυτό που επιχειρεί τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε ανώτερο επίπεδο εκείνο που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου ήδη από τη δεκαετία του ‘70 και που τον οδήγησε στην εξουσία: είναι το μέτωπο του αντιδραστικού ή εν πάση περιπτώσει επιδερμικού και διόλου διυλισμένα προοδευτικού «αντιδεξιισμού» του σωβινιστικού, βενιζελικού Κέντρου με κάθε οπορτουνιστικό, σεχταριστικό, δεξιό και αντιδραστικό ρεύμα το οποίο εκδηλώθηκε σαν τάση μέσα στις γραμμές του παλιού ΚΚΕ, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ. Είναι δηλαδή μία μίξη της χρυσαυγίτικης κοπής ρητορικής του Πολάκη για τα «λαμόγια και τους κλέφτες», που συγκινεί πολύ μια ανδρεοπαπανδρεϊκά διαπαιδαγωγημένη μάζα, με έναν κάλπικο ΔΣΕ χωρίς τον εμβληματικό διεθνισμό του, χωρίς τη δουλειά στην μακεδόνικη και την τούρκικη μεινότητα που εξόργιζε τους σωβινιστές, χωρίς λαϊκές συνελεύσεις και δημοκρατία στη βάση, χωρίς τη γραμμή για εκβιομηχάνιση, παραγωγή και σπάσιμο των δεσμών εξάρτησης της χώρας από τον ιμπεριαλισμό, χωρίς την γραμμή της πολιτιστικής επανάστασης στο χωριό και του σπασίματος των αντιδραστικών παπαδίστικων παραδόσεων (με διαπαιδαγώγηση μέσα από την ίδια την πείρα των ανθρώπων και όχι με τη βία), και πάνω απ’ όλα χωρίς τη λογική της συντριβής του εξαρτημένου, εξαμβλωματικού και υπεραντιδραστικού κράτους της άρχουσας τάξης, όπως θέλει κάθε πραγματικό επαναστατικό κόμμα.

Ενός κράτους το οποίο, εντελώς αντίθετα με το παλιό ΚΚΕ και τον ΔΣΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ με χαρά χρησιμοποίησε και μάλιστα προσπάθησε και προσπαθεί να αλώσει, μαζί με το ψευτοΚΚΕ, ήδη από τη δεκαετία του ‘80. Ένας ΔΣΕ χωρίς όλα τα παραπάνω λοιπόν, που καθόρισαν και χαρακτήρισαν το μεγαλείο του, είναι ουσιαστικά ένας ψεύτικος, αντεστραμμένος κνιτοσυριζέικος ΔΣΕ, άδειος από κάθε δυνατότητα να εμπνεύσει τους νέους αγώνες του λαού για ανεξαρτησία, ψωμί, δημοκρατία και κοινωνική αλλαγή. Αυτή την κοινωνική αλλαγή, που τελικά οδηγεί στην εξουσία των εργαζομένων και στον σοσιαλισμό, τη φοβάται πολύ η παλιά κλασσική δεξιά αντίδραση, αλλά την τρέμει ακόμη πιο πολύ η κάλπικη, σοσιαλφασιστική, δήθεν φιλεργατική ψευτοαριστερά των ψευτοΚΚΕ - ΣΥΡΙΖΑ.

Το πιο σημαντικό, όπως ο κνίτικος και παπανδρεϊκός σοσιαλφασισμός επέβαλε στην παλιά, πάλαι ποτέ δυτικόφιλη Δεξιά να «γονατίσει» όχι μπροστά στο πραγματικό αντιναζιστικό και εθνικοαπελευθερωτικό ΕΑΜ, αλλά μπροστά στο ρωσόδουλο σκιάχτρο του ΕΑΜ των προδοτών του σοσιαλισμού και κάθε προόδου Φλωράκηδων και πασόκων, έτσι τώρα - και σε ανώτερο επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ - ξεκινάει να χτίζει τη νέα «εθνική ενότητα» στην αντιδυτική από τα δεξιά γραμμή που ζυμώνει ο ψευτοφιλόσοφος του Κρεμλίνου, υπεραντιδραστικός Αλεξάντερ Ντούγκιν: Ευρώπη και Ρωσία πρέπει να ξωπετάξουν την αγγλοαμερικάνικη, αγγλοσαξονικού τύπου φιλελεύθερη δημοκρατία, που αποθεώνει την ατομική ελευθερία και να αγκαλιαστούν υπό τη σκέπη του νέου παπαδίστικου «κολλεκτιβισμού» παραδοσιακού (και διόλου μαρξιστικού - σοσιαλιστικού) τύπου, ενός σπαρτιάτικου, κίβδηλου νεο-«κομμουνισμού» με λίγα υλικά αγαθά, ελάχιστη σύγχρονη παραγωγή και πολύ χωριό, θρησκεία, μικρές κοινότητες, αντιδραστική παράδοση, μεταφυσική, μίσος για την τεχνολογία και τις συναρπαστικές δυνάμεις που αυτή (στην πραγματικότητα ο συλλογικός άνθρωπος - δημιουργός της) απελευθερώνει. Όπως το ΕΑΜ έγινε στα χέρια των κνιτοπασόκων σύμβολο ενός εκτός τόπου και χρόνου αντιαγγλισμού (στο βάθος αντιευρωπαϊσμού), έτσι και το πέρασμα στην υποτιθέμενη «λατρεία» του ΔΣΕ από τους πραξικοπηματιστές του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνει και στεφανώνει τον ντουγκινισμό με τον απαραίτητο - και πάλι εκτός τόπου και χρόνου - αντιαμερικανισμό. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φοβάται μήπως χάσει με την κίνηση αυτή της νεολαίας του τις ρατσίστριες δεξιές Παπακώστα του, τους χουντοδεξιούς και μοναρχικούς ΑΝΕΛίτες που απορρόφησε, τους κυπατζήδες του και κυρίως τους εθνικιστές πασόκους του. Σε όλους αυτούς δεν λέει κουβέντα για τον πραγματικό ΔΣΕ και το τι εξέφραζε, αλλά τον παρουσιάζει ως τον «απόλυτο αντιδυτικό στρατό» που θα μας έφερνε μια ώρα αρχύτερα κοντά στην τάχα «αιώνια» σύμμαχό μας, Μόσχα, ανεξαρτήτως του αν στο Κρεμλίνο βρίσκεται ο μακελάρης τσάρος Νικόλαος ο Β΄, ο προλετάριος επαναστάτης Στάλιν ή ο χιτλεροφασίστας διαμελιστής χωρών Πούτιν.

Γι’ αυτό και κανείς από τους νεόκοπους κλασσικούς δεξιούς και πασόκους συμμάχους και βαστάζους του τάχα «ριζοσπάστη αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ δεν βγάζει άχνα και δεν «ξεσπαθώνει» αντικομμουνιστικά κατά της νεολαίας του. Οτιδήποτε ενοχλεί τα χειρότερα κομμάτια της άρχουσας τάξης στην κληρονομιά του ΔΣΕ θάβεται, ενώ διατηρείται μονάχα το στοιχείο ότι τότε - συγκυριακά - ο κύριος πολιτικός εχθρός της προόδου είχε το κεφάλι και τα επιτελεία του στις πρωτεύουσες της Δύσης. Όμως αυτό συνέβαινε γιατί απέναντί του, στο Κρεμλίνο, ο δυτικός ιμπεριαλισμός, μετά την ήττα του Χίτλερ το ‘45, είχε πολιτικούς εκπροσώπους του προλεταριάτου και όχι μεσαιωνικούς τσάρους και νεοχιτλερικούς φασίστες. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια κάνει όλη τη διαφορά και αυτήν ακριβώς είναι που συσκοτίζουν οι κνιτοτσιπραίοι, που έχουν το θράσος να πατάνε το ποδάρι τους στον μαρτυρικό Γράμμο. Η ελληνική άρχουσα τάξη των ανιψιών Καραμανλήδων, των Παυλόπουλων, των Παπαγγελόπουλων και φυσικά των μικροαστών πασόκων δεν έχει κανένα πρόβλημα να ντυθεί ακόμη και «αντάρτισσα» του ΔΣΕ που τόσο μίσησε, αφού ο Πούτιν και οι βαστάζοι του, τύπου Τσίπρα, της τάζουν όσα εθνικιστικά, επεκτατικά και παρασιτικά όνειρα τής στέρησαν τάχα οι δυτικοί «προστάτες» της στην προηγούμενη ιστορική φάση.

Με δυο λόγια, ο απόλυτα «δυτικός» (με τη μαρξιστική, προοδευτική και διαφωτιστική έννοια του όρου) ΔΣΕ του Ν. Ζαχαριάδη, που πάλευε ενάντια στην «ανατολίτικη», καθυστερημένη Ελλάδα της παπαδοκρατίας, των καραβανάδων μεγαλοϊδεατών, της χωροφυλακίστικης αντίδρασης και της υπανάπτυξης, όπως την ήθελε ο τότε κυρίαρχος δυτικός (βασικά αγγλοαμερικάνικος) ιμπεριαλισμός, γίνεται στα χέρια των σοσιαλφασιστών «αντιδυτικός», πρόδρομος εκείνων που πολεμάνε από ανεμογεννήτριες και εργοστάσια μέχρι ξενοδοχεία και εξορύξεις, με όχημα τον παπαδίστικο, μικροαστικό αντικαπιταλισμό της μικρής παραγωγής και της «μικρής λαϊκής κοινότητας του χωριού μακριά από την αλλοτρίωση της σύγχρονης τεχνολογίας», που τους τον έχει διδάξει τόσο η ελληνική αρχαιόπληκτη, βυζαντινή και αντιπαραγωγική αντίδραση, όσο και - κυρίως - ο νεοχιτλερικός ρώσικος ιμπεριαλισμός.

Ο κάλπικος «ΔΣΕ» του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα άδειο κέλυφος, όπως άδειο κέλυφος ήταν και το κάλπικο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που πουλούσε ο Α. Παπανδρέου και ο αρχηγός του ψευτοΚΚΕ και ιδρυτής του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ Φλωράκης τη δεκαετία του ‘80, προκειμένου να σαπίζουν από κοινού τους παλιούς αγωνιστές, να τους εξαρτούν από το αστικό κράτος και να τους έχουν βαστάζους, περιφέροντάς τους σαν αγωνιστικά «σκιάχτρα» της κνιτοπασοκικής, αντιδυτικής από τα δεξιά εξουσίας τους.

Λίγοι σκέφτονταν τότε ότι τόσο ο τάχα «ριζοσπαστικοποιημένος προς τα αριστερά» μεγαλοαστός Ανδρέας Παπανδρέου, που ήταν γνωστός αντικομμουνιστής όλη την περίοδο 1940-1960 (κρύβοντας την τροτσκιστική του φυσιογνωμία) και είχε αρνηθεί να υπογράψει ακόμη και ψήφισμα για τη σωτηρία του Νίκου Μπελογιάννη στις ΗΠΑ όπου βρισκόταν το 1952, όσο και οι ηγέτες του ψευτοΚΚΕ, που είχαν καταταλαιπωρήσει τους πλειοψηφικούς κουκουέδες, ζαχαριαδικούς αγωνιστές στην Τασκένδη και στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, με εξορίες, ψυχιατρεία, απολύσεις από τις δουλειές και άλλες παλιανθρωπιές προκειμένου να τους αναγκάσουν να υποταχτούν στους Χρουστσόφ, Μπρέζνιεφ και στους διορισμένους - δοτούς κνίτες ηγέτες, κάθε άλλο παρά φίλοι και συνεχιστές της κληρονομιάς του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ήταν. Το δώρο της αναγνώρισής της εαμοελασίτικης αντίστασης το ‘82, χωρίς ταυτόχρονα να πειραχτεί ούτε τρίχα από το ταγματαλήτικο και χίτικο κράτος που τότε είχε ήδη ζωή 40 χρόνων, ήταν δηλητηριασμένο. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πόσο εύκολα συνεργάστηκε ο ψευτοΔΣΕίτης ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικό παιδί των Φλωράκη - Παπανδρέου, με τους χίτες των ΑΝΕΛ και της νεοκαραμανλικής κλασσικής αντίδρασης, με τους παπάδες και τους σωβινιστές ΟΥΚάδες του στρατού.

Ο αντιαμερικανισμός φερετζές της υποταγής στην πουτινική Ρωσία στα ελληνοτουρκικά

Πρόκειται για τα «αντιδεξιά» (παλαιότερα κατά της παλιάς, κλασσικής Δεξιάς, στη σύγχρονη εποχή ανοιχτά αντι-αστοδημοκρατικά σε συμμαχία με την φασιστική ακροδεξιά) μέτωπα της νέας, σοσιαλφασιστικής Δεξιάς των ψευτοΚΚΕ - ΣΥΡΙΖΑ - Λαλιώτη, που επιχειρούν να σύρουν πάντα πίσω τους, πέραν της βάσης της Αριστεράς, τόσο τον κεντρώο σωβινισμό, όσο και μια μικροαστική δημοκρατική μάζα που ακολουθούσε το Κέντρο και αργότερα το ΠΑΣΟΚ. Εξ ου και ο εσχάτως «λάβρος αντιτούρκος» Τσίπρας κατηγορεί τελευταία τη ΝΔ για «μειοδοσία» έναντι του Ερντογάν, προκειμένου να πιέσει ώστε η Ελλάδα να ακολουθήσει «πολεμική αντιτούρκικη γραμμή» μέσα στην ΕΕ και να στείλει τον πρόεδρο της Τουρκίας μια ώρα αρχύτερα στην αγκαλιά του Πούτιν, καθώς και για να γιγαντωθεί στη χώρα και εντός της ΝΔ ο αντιτούρκικος σωβινισμός, ο οποίος θα κάνει μια χαψιά τους μειοψηφικούς ευρωφιλελεύθερους και ειρηνιστές. Αυτούς θα τους σκοτώνουν οι ρωσόδουλοι Καραμανλής - Σαμαράς και θα τους μαχαιρώσει την κρίσιμη στιγμή στην πλάτη ο ψευτοφιλελεύθερος Μητσοτάκης, υποτακτικός των δύο προηγούμενων και ρωσόδουλος, με πρώτο θύμα την ίδια του την αδελφή.

Την ώρα μάλιστα που τουλάχιστον στη μορφή οι ΗΠΑ χτυπούν ορισμένες άδικες θέσεις του Ερντογάν, ειδικά το τουρκολιβυκό μνημόνιο που αγνοεί την ΑΟΖ Κρήτης και Ρόδου, ενώ ο Πούτιν έμμεσα το στηρίζει για να σέρνει πίσω του την Άγκυρα, η υπενθύμιση από τους συριζαίους πολιτικούς απατεώνες - εκτός τόπου και χρόνου - του εντελώς ξένου προς τους ίδιους αντιαμερικάνικου β’ αντάρτικου, το οποίο στηριζόταν από την τότε σοσιαλιστική ΕΣΣΔ (της οποίας τον διάδοχο παριστάνει η νεοτσαρική, νεοχιτλερική Μόσχα του σήμερα), είναι επίσης χρήσιμη για να αποφύγει ο νεόκοπος «αντιτούρκος» αλλά και δήθεν «ευρωαμερικάνος» ΣΥΡΙΖΑ την οποιαδήποτε κριτική στα αφεντικά του στο Κρεμλίνο, που σπρώχνουν Ελλάδα και Τουρκία σε μια άδικη σύγκρουση που έχει σαν κύριο στόχο σε αυτη τη φάση να διασπάσει την ΕΕ και να διαλύσει από την πλευρά του νεοχιτλερικού ρωσοκινεζικού Άξονα και όχι από την πλευρά των λαών το ήδη διασπασμένο ΝΑΤΟ, βαζοντας σαν επιδιαιτητή της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης τη “φίλη” και των δύο χωρών Ρωσία. Ουσιαστικά πρόκειται για την υπεραντιδραστική θέση ότι η τότε διεθνιστική αλληλεγγύη της προλεταριακής ΕΣΣΔ του Στάλιν στο ελληνικό λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα δεν οφείλεται στην ταξική φύση και της ίδιας και του κινήματος, αλλά σε κάποιου είδους προαιώνια ελληνορωσική φιλία στη βάση της «ορθόδοξης πίστης», την οποία ζυμώνει στην Ελλάδα το σύνολο σχεδόν της άρχουσας τάξης, το χειρότερο τμήμα της οποίας εκπροσωπούν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ψευτοΚΚΕ. Πρόκειται για το θρίαμβο του ντουγκινισμού, τον οποίο μάλιστα διεκπεραιώνει ο «καλύτερος φίλος» του ομπαμικού Πάιατ, δήθεν «πρωταθλητής της δυτικής στροφής» Τσίπρας...


Πάρθηκε από https://www.oakke.gr/antifasism/item/1242-%CE%BF-%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%BC%CE%BF-%CE%B7-%CF%86%CE%AC%CF%81%CF%83%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BB%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D-%CF%80%CE%AC%CE%B5%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%AC%CE%BA%CF%81%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82


Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η μοναδική επιστημονική επαναστατική κοσμοθεωρία


Μαρξισμός είναι η επιστήμη των νόμων της εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, η επιστήμη της επανάστασης των καταπιεζομένων και εκμεταλλευομένων μαζών, η επιστήμη της νίκης του σοσιαλισμού σ’ όλες τις χώρες, η επιστήμη της ανοικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Μαρξισμός είναι η αδιάρηχτη ενότητα τριών συστατικών μερών: του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, της πολιτικής οικονομίας και του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Διαλεκτικός υλισμός είναι η φιλοσοφία του μαρξισμού, το θεωρητικό θεμέλιο του επιστημονικού κομμουνισμού, η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο διαλεκτικός υλισμός είναι αδιάλλακτος εχθρός κάθε είδους αστικής ιδεολογίας.

Για να κατανοήσουμε καθαρά την ουσία της μαρξιστικής φιλοσοφίας, τη ριζική της διαφορά απ’ όλες τις προηγούμενες, μαζί και τις προοδευτικές, φιλοσοφικές διδασκαλίες, είναι απαραίτητο προπαντός ν’ απαντήσουμε στα ακόλουθα ερωτήματα: Τι είναι φιλοσοφία; Τι είναι διαλεκτική; Τι είναι υλισμός;

Φιλοσοφία είναι μια από τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Η φιλοσοφία είναι κοσμοθεωρία, δηλ. το σύνολο των απόψεων, των αντιλήψεων για τον κόσμο συνολικά και τους νόμους του. Κάθε κοινωνική τάξη έχει τη δική της κοσμοθεωρία, επιζητεί να σχηματίσει μια γενική εικόνα του κόσμου, να αγκαλιάσει με μια ματιά όλη την ποικιλομορφία των φαινομένων της φύσης και της ανθρώπινης ιστορίας.

Οι σύγχρονοι αστοί επιστήμονες και φιλόσοφοι, το ίδιο όπως και οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του μεσαίωνα, ισχυρίζονται ότι μια επιστημονική κοσμοθεωρία, δηλ. μια κοσμοθεωρία βασισμένη στα δεδομένα της επιστήμης και της πράξης, είναι κάτι το αδύνατο. Μοναδικά δυνατή κοσμοθεωρία, κατά την άποψη αυτών των επιστημόνων και φιλοσόφων, είναι η θρησκεία. Έτσι, λόγου χάρη, οι σύγχρονοι δρώντες ιδεαλιστές στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στις άλλες αστικές χώρες ισχυρίζονται ότι φιλοσοφία «είναι η πίστη του σκεπτόμενου ανθρώπου». Κατά τη γνώμη τους η φιλοσοφία, κι αν ακόμα περιέχει κάποιες γνώσεις, αυτές είναι απλώς γνώση «του νοήματος και των ορίων της γνώσης». Οι ιδεαλιστές απαιτούν από τη φιλοσοφία να υπηρετεί «τηνάμεση επικοινωνία με τη θεότητα». Μια τέτοια άρνηση της επιστημονικότητας της κοσμοθεωρίας έχει για σκοπό να μετατρέψει τη φιλοσοφία σε υπηρέτρια της θρησκείας.

Η άρνηση της δυνατότητας μιας επιστημονικής κοσμοθεωρίας αποτελεί μια από τις εκδηλώσεις του θρησκευτικού σκοταδισμού, που κηρύχνει η σύγχρονη ιμπεριαλιστική κεφαλαιοκρατία.

Επίσης πολλοί ηγέτες των δεξιών σοσιαλιστών, ακολουθώντας πιστά τους αστούς φιλόσοφους, αποκρούουν τη δυνατότητα επιστημονικής κοσμοθεωρίας. Οι ηγέτες αυτοί δηλώνουν ΄ότι «κάθε κοσμοθεωρία είναι και πρέπει να είναι κάτι το υποθετικό». Οι δεξιοί σοσιαλιστές αρνούνται το αντικειμενικό περιεχόμενο και την κοινωνική σημασία της φιλοσοφίας, και διαβεβαιώνουν ότι «κάθε άνθρωπος έχει» τάχα «τη δική του κοσμοθεωρία» και ότι γι’ αυτό το λόγο η κοσμοθεωρία δεν αποτελεί τάχα παράγοντα «ομαδικής συσπείρωσης». Από δω βγάζουν το συμπέρασμα πως το κόμμα της εργατικής τάξης δεν έχει ανάγκη από κοσμοθεωρία: η φιλοσοφία, λένε, αποτελεί αποκλειστικά ιδιωτική, προσωπική υπόθεση.

Αρνούμενοι τη δυνατότητα επιστημονικής κοσμοθεωρίας, οι αστοί φιλόσοφοι προσπαθούν να αφοπλίσουν ιδεολογικά το προλεταριάτο, να σπρώξουν το εργατικό κίνημα στο δρόμο της στοιχειακής περιπλάνησης, να υπονομεύσουν την οργανώτρα και μετασχηματιστική επίδραση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, της κοσμοθεωρίας που συσπειρώνει τις εργατικές μάζες στον αγώνα κατά του καπιταλισμού, για το σοσιαλισμό.

Η δημιουργία και η ανάπτυξη της μοναδικά επιστημονικής κοσμοθεωρίας, του διαλεκτικού υλισμού, η δημιουργική εφαρμογή και η διάδοσή του, η αδιάκοπη πάλη εναντίον της αντιεπιστημονικής κοσμοθεωρίας των εκμεταλλευτριών τάξεων- αποτελούν μεγάλη υπηρεσία του προλεταριακού, του κομμουνιστικού κόμματος και των αρχηγών του Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν.

Ο διαλεκτικός υλισμός αποτελεί το θεωρητικό, το επιστημονικό βάθρο του προγράμματος των κομμουνιστικών κομμάτων, της στρατηγικής και της τακτικής τους.

Οι μεγάλες νίκες, που κατήγαγε ο σοβιετικός λαός στην ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, εξηγούνται με το ότι το σοβιετικό λαό τον καθοδηγεί το Κομμουνιστικό Κόμμα που έχει επιστημονικό πρόγραμμα, επιστημονική κοσμοθεωρία-το διαλεκτικό υλισμό.

Ο σοβιετικός λαός, οι εργαζόμενοι των χωρών της λαϊκής δημοκρατίας, οι προοδευτικές δυνάμεις όλων των χωρών βρίσκουν στο διαλεκτικό υλισμό τη θεωρητική θεμελίωση των επαναστατικών μεθόδων και μορφών της πάλης κατά του καπιταλισμού, της πάλης για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.

Το αντικείμενο του διαλεκτικού υλισμού

Ο διαλεκτικός υλισμός μελετάει τους πιο γενικούς (που δρουν παντού και πάντα) αντικειμενικούς νόμους της αλλαγής και της εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας, της γνώσης και δίνει υλιστική ερμηνεία στα φαινόμενα του αντικειμενικού κόσμου. Οι γενικοί αυτοί νόμοι υπάρχουν αντικειμενικά, δηλ ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση των ανθρώπων: συνδέονται αδιάρρηκτα με τους ειδικούς νόμους που ενυπάρχουν στις διάφορες μορφές κίνησης της ύλης. Οι ειδικοί νόμοι (λόγου χάρη, οι νόμοι της μηχανικής κίνησης της ύλης, οι νόμοι της ανταλλαγής των λευκωματωδών ουσιών κτλ) αποτελούν ιδιόμορφη εκδήλωση των γενικών νόμων της κίνησης, της αλλαγής, της εξέλιξης της ύλης. Οι νόμοι της κοινωνικής ζωής, λόγου χάρη, είναι ποιοτικά διαφορετικοί από τους νόμους της φύσης. Ωστόσο και οι πρώτοι και οι δεύτεροι νόμοι συνιστούν ειδικές μορφές εκδήλωσης των ίδιων γενικών αντικειμενικών διαλεκτικών νομοτελειών.

Ο διαλεκτικός υλισμός δε χωρίζεται με τείχος από τις επιμέρους επιστήμες της φύσης και της κοινωνίας, δεν τις υποκαθιστά, αλλά, αντίθετα, αποτελεί την επιστημονική γενίκευση των αποτελεσμάτων στα οποία έχουν φτάσει όλοι οιάλλοι κλάδοι των γνώσεων. Αυτό είναι κείνο που καθορίζει τη σχέση ανάμεσα στο διαλεκτικό υλισμό και τις επιμέρους επιστήμες, που μελετούν τη φύση, την κοινωνία και τη συνείδηση.

Οι διάφορες επιστήμες ερευνούν τις συγκεκριμένες μορφές κίνησης της ύλης, τις ποιοτικές ιδιομορφίες, τις ιδιότητες των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας. Έτσι η μηχανική μελετά τη μετατόπιση των σωμάτων στο χώρο και το χρόνο. Αντίστοιχα με την ποικιλομορφία της μηχανικής κίνησης και την ποιοτική ιδιομορφία της μετατόπισης των διαφόρων σωματιδίων της ύλης η μηχανική σαν επιστήμη διαιρείται σε μηχανική των στερεών, των υγρών, των αερίων κτλ..

Το ίδιο ισχύει και για κάθε άλλη επιστήμη. Έτσι, η βοτανική μελετά τη ζωή των φυτών, τη δομή τους, τη ζωική λειτουργία τους κτλ. Αντίστοιχα μ’ αυτό η βοτανική διαιρείται στη μορφολογία, που ερευνά την εξωτερική μορφή των φυτών, στη συστηματική, που ταξινομεί τα φυτά και περιγράφει τα διάφορα είδη τους, στην ανατομία, που αντικείμενό της είναι η μικροσκοπική δομή των ιστών και των οργάνων των φυτών, στη φυσιολογία, που μελετά τα ζωικά προτσές των φυτών, στην επιστήμη της επιλογής, που ερευνά τους τρόπους σχηματισμού νέων φυτικών μορφών κτλ. Συνάμα η βοτανική αποτελεί μέρος μιας πιο γενικής επιστήμης, της βιολογίας, που αντικείμενό της είναι οι νομοτέλειες όλων των ζωντανών σωμάτων.

Είναι φυσικό ότι κάθε επιστήμη, ακόμα και κάθε χωριστός επιστημονικός κλάδος απομονώνουν ως ένα ορισμένο βαθμό το αντικείμενο μελέτης τους από το αντικείμενο των άλλων επιστημών και επιστημονικών κλάδων. Η βιολογία δεν ασχολείται με τη μελέτη της φυσικής κατάστασης των σωμάτων, δηλ της στερεάς, της υγρής και της αέριας κατάστασης, και η πολιτική οικονομία δεν ερευνά τις ιδιότητες των εμπορευμάτων από την πλευρά που τα μελετά η εμπορευματολογία. Ταυτόχρονα όμως οι επιστήμες και οι χωριστοί κλάδοι που τις αποτελούν δεν μπορούν καθόλου να αποσπώνται, να απομονώνονται ο ένας από τον άλλο, γιατί οι διάφορες μορφές κίνησης της ύλης, οι διάφορες ποιοτικές ιδιομορφίες, ιδιότητες, καταστάσεις, που είναι αντικείμενα του κάθε χωριστού επιστημονικού κλάδου, στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απομονωμένες η μια από την άλλη, συνδέονται μεταξύ τους, αλληλοκαθορίζονται, περνάν η μια στην άλλη. Συνεπώς, και οι επιστημονικοί κλάδοι, που ερευνούν αυτές τις μορφές κίνησης της ύλης, πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους. Έτσι, η σύγχρονη βιολογία στηρίζεται στη χημεία και στη φυσική.

Τι είναι όμως εκείνο που δίνει στον επιστήμονα οποιασδήποτε ειδικότητας τη δυνατότητα να εισδύει βαθιά στην ουσία των φαινομένων που μελετά, τι είναι εκείνο που του επιτρέπει να συνδέεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους και να αντλεί απ’ αυτούς τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για τον τομέα της επιστήμης, με τον οποίο ασχολείται;

Εκείνο που του δίνει αυτή τη δυνατότητα είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία- η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος και ο μαρξιστικός φιλοσοφικός υλισμός- που μας εξοπλίζει με τον επιστημονικό τρόπο εξέτασης των φαινομένων της φύσης και με τον επιστημονικό τρόπο ερμηνείας και κατανόησής τους. Μελετώντας το διαλεκτικό υλισμό, γνωρίζουμε τον κόσμο στο σύνολό του, και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που μας προσανατολίζει στην κατανόηση του κάθε επιμέρους φαινομένου της φύσης και της κοινωνίας, συνεπώς, και της κάθε επιμέρους επιστήμης. Έτσι, αντικείμενο του διαλεκτικού υλισμού είναι οι πιο γενικοί νόμοι της κίνησης, της αλλαγής και της εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας και της γνώσης, νόμοι που η μελέτη τους μας δίνει μιαν αρμονική επιστημονική εικόνα του κόσμου.

Η γέννηση του διαλεκτικού υλισμού αποτελεί επανάσταση στη φιλοσοφία

Με τη γέννηση του διαλεκτικού υλισμούάλλαξε κατ’ αρχήν ο κοινωνικός ρόλος της φιλοσοφίας, το αντικείμενό της, η μέθοδος και η θεωρία της. Ο διαλεκτικός υλισμός διαφέρει ποιοτικά απ’ όλη την παλιά φιλοσοφία.

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος, η οποία θεμελιώνει θεωρητικά την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό καθορίζει το νέο κοινωνικό ρόλο της μαρξιστικής- λενινιστικής φιλοσοφίας.

Ο Μαρξ, αντιπαραθέτοντας τη φιλοσοφία του προς όλες τις προηγούμενες φιλοσοφικές διδασκαλίες, έλεγε: «Οι φιλόσοφοι εξηγούσαν μονάχα με διάφορους τρόπους τον κόσμο το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε» (Κ.Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τομ 2, 1952, σελ. 385). Η θέση αυτή του Μαρξ δείχνει ότι η προμαρξιστική φιλοσοφία των κυρίαρχων τάξεων δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι η θεωρητική θεμελίωση της επαναστατικής αλλαγής του κόσμου, δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι το όπλο των επαναστατικών μαζών στον αγώνα τους εναντίον της κοινωνικής καταπίεσης. Το σπουδαιότερο καθήκον της φιλοσοφίας των εκμεταλλευτριών τάξεων, η οποία απέβλεπε στη συνδιαλλαγή των μαζών με την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, δεν ήτα η θεμελίωση της επαναστατικής αλλαγής του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού καθεστώτος, αλλά η δικαιολόγησή του. Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι κήρυχναν ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι «υπεράνω» των πρακτικών, φθαρτών, εφήμερων συμφερόντων, ότι πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο για το αιώνιο, για το απόλυτο κτλ. Οι φιλόσοφοι υποστήριζαν ότι οι πρακτικοί σκοποί που επιδιώκει ο άνθρωπος στην καθημερινή ζωή του είναι μηδαμινοί, ασήμαντοι, «πεπερασμένοι» και ότι ηφιλοσοφία πρέπει να μην ασχολείται μ’ αυτούς.

Ένα τέτοιο φιλοσοφικό κήρυγμα, που απομάκρυνε τον ΄άνθρωπο από τον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον, δεν διέφερε και πολύ από τις θρησκευτικές διδασκαλίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει ο ισχυρισμός του γερμανού ιδεαλιστή φιλοσόφου του 19ου αιώνα Φίχτε, που έγραφε ότι «η ηδύτατη αμοιβή της φιλοσοφικής θεώρησης είναι ότι ακριβώς, συλλαμβάνοντας τα πάντα στη γενική αλληλουχία τους και μη αφήνοντας τίποτα το απομονωμένο, θεωρεί το παν αναγκαίο και για αυτό αγαθό και συμφιλιώνεται με το κάθετι που υπάρχει, όπως υπάρχει, επειδή πρέπει να είναι τέτοιο χάρη του υπέρτατου σκοπού» (Φίχτε, Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής, Πετρούπολη, 1906, σελ 12).

Το παράδειγμα αυτό δείχνει ανάγλυφα πως η ιδεαλιστική φιλοσοφία, το ίδιο όπως και η θρησκεία, επεδίωκε να συμφιλιώσει τις μάζες με τα εκμεταλλευτικά καθεστώτα, να πνίξει τη διαμαρτυρία των μαζών, να αποδείξει πως κάθετι που υπάρχει είναι λογικό, αναγκαίο.

Ωστόσο όχι μόνο η ιδεαλιστική φιλοσοφία, αλλά και ο προμαρξικός μεταφυσικός υλισμός υποστήριζε πως κάθετι το υπάρχον είναι στη βάση του αμετάβλητο: είναι αμετάβλητη η φύση έξω από μας, αμετάβλητη και η ανθρώπινη φύση, και γι’ αυτό είναι δυνατή μόνο η εξάλειψη των «διαστρεβλώσεων», που συναντάει κανείς στους κοινωνικούς θεσμούς, και όχι ηριζική αλλαγή όλης της κοινωνικής ζωής. Είναι γνωστό λόγου χάρη ότι οι Γάλλοι υλιστές του 18ου αιώνα αντιτάσσονταν στα φεουδαρχικά καθεστώτα και στη θρησκεία, χαρακτηρίζοντας και τα πρώτα και τη δεύτερη σαν κάτι το παράλογο, αντιφυσικό, μη ανταποκρινόμενο στην ανθρώπινη φύση. Τη φύση όμως του ανθρώπου τη θεωρούσαν αμετάβλητη, και την αστική κοινωνία τη θεωρούσαν «φυσική» και ανταποκρινόμενη στο λογικό και στους «αιώνιους» νόμους της ανθρώπινης φύσης.

Οι φιλοσοφικές διδασκαλίες των εκμεταλλευτριών τάξεων καταλάβαιναν τη φιλοσοφία σαν ερμηνεία, δικαιολόγηση των θεμελιακών βάσεων του υπάρχοντος καθεστώτος και αρνούνταν τη δυνατότητα ή την ανάγκη για θεωρητική θεμελίωση της ριζικής αλλαγής της πραγματικότητας. Μονάχα οι υλιστές- επαναστάτες δημοκράτες, αντανακλώντας στις φιλοσοφικές τους διδασκαλίες τα συμφέροντα των πλατιών εργαζόμενων μαζών της αγροτιάς, θεωρούσαν αναγκαία τη φιλοσοφική θεμελίωση των καθηκόντων της επαναστατικής πάλης εναντίον της κοινωνικής καταπίεσης. Ωστόσο, εφόσον το απελευθερωτικό κίνημα της αγροτιάς δεν οδηγεί και δεν μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, οι επαναστάτες δημοκράτες ακόμα και οι πιο επιφανείς από αυτούς – οι κλασικοί της ρωσικής υλιστικήςφιλοσοφίας του 19ου αιώνα- δεν κατόρθωσαν να λύσουν αυτό το βασικότατο καθήκον, που έβαζε το απελευθερωτικό κίνημα των λαϊκών μαζών.

Η μαρξιστική φιλοσοφία γεννήθηκε προπαντός από τη ζωτική ανάγκη της εργατικής τάξης να ανακαλύψει τους αντικειμενικούς νόμους της κοινωνικής εξέλιξης. Το προλεταριάτο παρουσιάστηκε στο στίβο της ιστορίας σαν τάξη που γκρεμίζει την παλιά κοινωνία και δημιουργεί ένα νέο, το αταξικό κοινωνικό καθεστώς. Η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου είναι να εξαλείψει το αστικό καθεστώς, να μετασχηματίσει επαναστατικά την κοινωνία, να ανοικοδομήσει ένα ανώτερο, αταξικό κοινωνικό καθεστώς, τον κομμουνισμό. Να για ποιον λόγο τη διδασκαλία της υλιστικής διαλεχτικής για την κίνηση, την αλλαγή, την εξέλιξη, για τη νίκη του καινούργιου απέναντι στο παλιό, το προλεταριάτο την αφομοιώνει οργανικά σαν επιβεβαίωση και φώτισμα των ταξικών του επιδιώξεων.

Η άρνηση του παλιού συνδέεται αναπόσπαστα, στη δράση του προλεταριάτου, με τη δημιουργία του καινούργιου. Γι’ αυτό ακριβώς ο μεγαλειωδέστατος επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, που πραγματοποιείται από το προλεταριάτο, όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά, αντίθετα, προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση όλων των κατακτήσεων της προηγούμενης ανάπτυξης του πολιτισμού. Το προλεταριάτο είναι ξένο προς τη στενότητα που χαρακτήριζε τις προηγούμενες κυρίαρχες τάξεις, τα ζωτικά του συμφέροντα απαιτούν το πέρασμα στην αταξική, στην κομμουνιστική κοινωνία. Οι ιδιομορφίες αυτές του προλεταριάτου δείχνουν γιατί ακριβώς οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, υπήρξαν οι δημιουργοί του μοναδικά επιστημονικού φιλοσοφικού υλισμού και της μοναδικά επιστημονικής διαλεκτικής μεθόδου, που έχουν τεράστια σημασία τόσο για τη θεωρητική γνώση, όσο και για την πρακτική δράση. Η ιστορία της επιστήμης, από το ένα μέρος και η πείρα του επαναστατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, από το άλλο, αποτελούν την πιο εύγλωττη μαρτυρία για τη μεγαλειώδη σημασία της μαρξιστικής φιλοσοφίας.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς- οι αρχηγοί, οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου- άλλαξαν ριζικά τον κοινωνικό ρόλο της φιλοσοφίας, μετατρέποντάς την σε θεωρητικό βάθρο του κομμουνισμού. Γι’ αυτό ακριβώς η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς δεν είναι απλώς μια φιλοσοφική διδασκαλία: είναι η διδασκαλία των προλεταριακών μαζών, η ιδεολογική σημαία του μεγαλειώδους απελευθερωτικού τους αγώνα.

Συνήθως οι προμαρξιστικοί φιλόσοφοι, και όταν ακόμα έβαζαν μπροστά τους το καθήκον να ερευνήσουν τους πιο γενικούς νόμους που ενυπάρχουν στην ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα, είχαν υπόψη τους νόμους αμετάβλητους για το κάθετι που υπάρχει. Επρόκειτο για την καθιέρωση μόνιμων αλληλοσχέσεων ανάμεσα σε πράγματα που υπάρχουν ταυτόχρονα, και όχι για την αποκάλυψη της νομοτελειακής αλληλουχίας ανάμεσα σε εκείνο που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει. Ο μαρξισμός ανακάλυψε τους αντικειμενικούς νόμους της αλλαγής, της εξέλιξης του υλικού κόσμου, και την ανακάλυψή του αυτή την έκανε θεμέλιο της δικής του, της μοναδικά επιστημονικής κατανόησης του αντικειμένου της φιλοσοφίας, της μεθόδου και της θεωρίας του. Αυτού βρίσκεται η ριζική διαφορά της διδασκαλίας του διαλεκτικού υλισμού από όλες τις προηγούμενες, μαζί και από τις προοδευτικές, φιλοσοφικές διδασκαλίες.

Οι προμαρξιστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες αντιπαράθεταν όχι μόνο τη θεωρία, τη φιλοσοφία στην πράξη στο απελευθερωτικό κίνημα των εργαζομένων: αντιπαράθεταν επίσης τη φιλοσοφία και στις ειδικές επιστήμες που ασχολούνται με την έρευνα ενός καθορισμένου, περιορισμένου κύκλου φαινομένων της φύσης ή της κοινωνίας. Στη φυσιογνωσία αντιπαράθεταν συνήθως τη φιλοσοφία της φύσης, στην ιστορία τη φιλοσοφία της ιστορίας, στην αισθητική τη φιλοσοφία της τέχνης κ.ο.κ. Και κοντά σε όλα αυτά ισχυρίζονταν ότι η φιλοσοφία δεν είναι υποχρεωμένη να παίρνει υπόψη τα συγκεκριμένα δεδομένα των επιστημών, ότι είναι η «επιστήμη των επιστημών», που ξεπερνάει τις «πεπερασμένες» και «περιορισμένες» ειδικές επιστήμες με την ικανότητά της να δίνει, σε τελευταία ανάλυση, την πλήρη, την απόλυτη αλήθεια. Η αξίωση αυτή για υπερεπιστημονική γνώση χαρακτήριζε ιδιαίτερα την ιδεαλιστική φιλοσοφία, που φερνόταν περιφρονητικά στις φυσικές επιστήμες για την αυθορμητότα- υλιστική στάση τους απέναντι στη φύση. Έτσι, λόγου χάρη, ο Χέγκελ, χωρίς να παίρνει υπόψη του τα γεγονότα, τα διαπιστωμένα από τη φυσιογνωσία, ισχυριζόταν ότι η φύση δεν εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, αλλά είναι η ενσάρκωση των διαφόρων λογικών βαθμίδων εξέλιξης της «απόλυτης ιδέας», δηλαδή του θεού. Διαστρέφοντας ιδεαλιστικά την πραγματικότητα, ο Χέγκελ θεωρεί τον ήλιο ενσάρκωση της όρασης, τον αέρα ενσάρκωση της όσφρησης, ανάγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο κάθετι φυσικό σε ψυχικό.

Οι ιδεαλιστές και οι μεταφυσικοί υλιστές παρουσίαζαν τη φιλοσοφία σαν γνώση του αιώνιου, του απόλυτου, του καθολικού, και τις ειδικές επιστήμες σαν γνώση μονάχα του εφήμερου, του σχετικού, του μεμονωμένου. Ο μαρξισμός αντιτάχθηκε αποφασιστικά σ’ αυτή την αντεπιστημονική, μεταφυσική αντιπαράθεση του αιωνίου προς το εφήμερο, του απόλυτου προς το σχετικό, του καθολικού προς το μεμονωμένο. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού απόδειξαν ότι, γνωρίζοντας το εφήμερο γνωρίζουμε και το αιώνιο, γνωρίζοντας το πεπερασμένο γνωρίζουμε το άπειρο, γνωρίζοντας το μεμονωμένο γνωρίζουμε το καθολικό: «Κάθε αληθινή γνώση της φύσης- έγραφε ο Ένγκελς- είναι γνώση του αιώνιου, του άπειρου, και γι’ αυτό είναι ουσιαστικά απόλυτη»( Φ. Ένγκελς, Διαλεκτική της Φύσης, 1953, σελ. 186)

Βάζοντας τέλος στην αντιπαράθεση της φιλοσοφίας στις επιστήμες της φύσης και της κοινωνίας, ο μαρξισμός έβαλε στη θέση της «επιστήμης των επιστημών», που δεν ήταν επιστημονική φιλοσοφία, την κοσμοθεωρία που συνοψίζει, που γενικεύει κριτικά τα δεδομένα της επιστήμης. Από την περίοδο ακόμα της γένεσής του ο διαλεκτικός υλισμός γενίκεψε θεωρητικά όλες τις ουσιαστικές ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας των μέσων του 19ου αιώνα, μαζί και τις πιο μεγάλες από αυτές: την ανακάλυψη του νόμου της διατήρησης και της μετατροπής της ενέργειας, την ανακάλυψη του κυττάρου και τη θεωρία του Δαρβίνου. Σε συνέχεια ο Β.Ι. Λένιν στο έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτισμός» συνόψισε κατά μεγαλοφυή τρόπο τις μεγαλειώδικες ανακαλύψεις της φυσικής του τέλους του 19ου- αρχών του 20ού αιώνα. Σπουδαιότατο αποτέλεσμα της επαναστατικής ανατροπής, που επιτελέστηκε στη φιλοσοφία από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, είναι η δημιουργία του ιστορικού υλισμού, που είναι το θεωρητικό βάθρο όλων των κοινωνικών επιστημών. Έτσι, ο ρόλος της φιλοσοφίας στην εξέλιξη των επιστημών της φύσης και της κοινωνίας άλλαξε ριζικά. Αυτή η ριζική, η ποιοτική αλλαγή της θέσης της φιλοσοφίας στο σύστημα των επιστημών της φύσης και της κοινωνίας ξεχωρίζει κατ’ αρχήν το διαλεκτικό υλισμό από όλη την προηγούμενη φιλοσοφία.

Η ριζική αντίθεση της διαλεκτικής προς τη μεταφυσική

Η κοσμοθεωρία του Κομμουνιστικού Κόμματος ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός, επειδή ο τρόπος που αντικρίζει τα φαινόμενα της φύσης, η μέθοδός της για τη μελέτη των φαινομένων της φύσης είναι διαλεκτική. Τι είναι όμως διαλεκτική;

Η λέξη «διαλεκτική» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «διαλέγομαι», που σημαίνει συζητώ, κάνω πολεμική. Διαλεκτική στην αρχαία Ελλάδα ονόμαζαν την τέχνη της συζήτησης, την τέχνη του να αποκαλύπτει κανείς τις αντιφάσεις που υπάρχουν στις κρίσεις του αντιπάλου και μ’ αυτό τον τρόπο να ανασκευάζει τα επιχειρήματά του. Η διαλεκτική θεωρούνταν από τους αρχαίους έλληνες ο καλύτερος τρόπος για να φτάσουν στην αλήθεια μέσω της σύγκρουσης των αντίθετων γνωμών και του ξεπεράσματος των παρουσιαζόμενων αντιφάσεων. Έτσι, λόγου χάρη, αν ένας από τους συζητητές υποστήριζε ότι η δικαιοσύνη συνίσταται στο να κάνεις καλό στους ανθρώπους, ο άλλος του αντέτεινε ότι στον πόλεμο είναι άδικο να κάνεις καλό στον αντίπαλο. Έτσι απεκαλύπτετο η ανεπάρκεια των μονόπλευρων ορισμών των αντικειμένων ή των εννοιών και η ανάγκη να τους δοθεί ολόπλευρος χαρακτηρισμός. Αργότερα με τη λέξη «διαλεκτική» άρχισαν να εννοούν όχι τόσο μια μέθοδο πολεμικής, όσο μια μέθοδο μελέτης των φαινομένων, που αποκαλύπτει τις αντιθέσεις που ενυπάρχουν στα ίδια τα φαινόμενα.

Το ειδικό χαρακτηριστικό της διαλεκτικής σαν μεθόδου γνώσης είναι ότι εξετάζει τα γύρω φαινόμενα στην αλληλουχία τους και στον αλληλοκαθορισμό τους, στην κίνηση, στην αλλαγή και στην ανάπτυξή τους με βάση τις εσωτερικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στα ίδια τα φαινόμενα. Γιατί όμως αυτός ακριβώς ο τρόπος μελέτης της πραγματικότητας είναι ο μοναδικά σωστός; Επειδή όλα τα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας συνδέονται πραγματικά το ένα με το άλλο, αλληλοκαθορίζονται, βρίσκονται σε κατάσταση κίνησης, αλλαγής, ανάπτυξης. Οι αντιθέσεις προσιδιάζουν όχι μόνο στο προτσές της γνώσης, προσιδιάζουν προπαντός στα ίδια τα αντικειμενικά και τα φαινόμενα, όπου υπάρχει ταυτόχρονα και το παλιό και το καινούργιο, κείνο που πεθαίνει και κείνο που γεννιέται.

Πολλοί φιλόσοφοι και φυσιοδίφες προσπάθησαν να αποδείξουν ότι υπάρχουν πράγματα ανεξάρτητα από άλλα πράγματα, ότι υπάρχουν απολύτως ακίνητα σώματα, αμετάβλητες ουσίες, ότι η εξέλιξη ανάγεται απλώς σε ποσοτική αύξηση. Οι ίδιοι επιστήμονες ισχυρίζονταν ότι οι αντιθέσεις μπορούν να υπάρχουν μόνο στη νόηση μα κι α υτό σε περίπτωση πλάνης, ενώ είναι αδύνατο να υπάρχουν στα φαινόμενα της φύσης και της κοινωνίας. Μια τέτοια άποψη, ένα τέτοιο αντίκρουσμα των φαινομένων του γύρω κόσμου λέγεται μεταφυσικό. Σε αντίθεση προς τη διαλεκτική η μεταφυσική μέθοδος θεωρεί ότι τα γύρω φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται ανεξαάρτητα, απομονωμένα το ένα από το άλλο, έξω από την κίνηση, την αλλαγή, την ανάπτυξη.

Η διαλεκτική και η μεταφυσική- δύο αντίθετες μεταξύ τους μέθοδες γνώσης- υπάρχουν σ’ όλη τη διάρκεια της εξέλιξης της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Χαρακτηριστική ιδιομορφία της υλιστικής διαλεκτικής είναι ότι εξετάζει τα φαινόμενα, όπως συντελούνται στην πραγματικότητα, δηλαδή αντικειμενικά, και συνεπώς- σε αδιάκοπηκίνηση, αλλαγή, ανάπτυξη. Η διαλεκτική αρνιέται τον υποκειμενισμό, στην επιστημονική έρευνα.  Ο Ι.Β. Στάλιν χαρακτηρίζει ως εξής αυτή τη γνήσια αντικειμενικότητα που ενυπάρχει στη διαλεκτική: «Η διαλεκτική μέθοδος υποστηρίζει ότι τη ζωή πρέπει να τη βλέπουμε τέτοια ακριβώς που είναι στην πραγματικότητα.Είδαμε ότι η ζωή βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση, συνεχώς πρέπει να εξετάζουμε τη ζωή στην κίνησή της και να βάζουμε το ερώτημα: προς τα πού τραβάει η ζωή; Είδαμε πως η ζωή παρουσιάζει την εικόνα αέναης καταστροφής και δημιουργίας, συνεπώς έχουμε την υποχρέωση να εξετάζουμε τη ζωή στην καταστροφή και στη δημιουργία της και να βάζουμε το ερώτημα: τι καταστρέφεται και τι δημιουργείται στη ζωή;»(Στάλιν, Άπαντα, τόμος 1ος, σελ 298).

Σε αντίθεση προς τη διαλεκτική η μεταφυσική αποσπά τα φαινόμενα από την αντικειμενική τους σύνδεση, δηλαδή τα εξετάζει υποκειμενικά, όχι όπως υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά απομονώνοντάς τα το ένα από το άλλο, κάνοντας αφαίρεση της κίνησής τους, της αλλαγής τους, της εξέλιξής τους, των εσωτερικών αντιθέσεων που ενυπάρχουν σε όλα αυτά τα φαινόμενα.

Η διαλεκτική στη διάρκεια όλης της ιστορίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας αναπτυσσόταν και τελειοποιούνταν αδιάκοπα στην πάλη με τη μεταφυσική. Ωστόσο επιστημονική διαλεκτική, επιστημονική διαλεκτική μέθοδος μελέτης της φύσης και της κοινωνίας, μια μέθοδος που να γενικεύει την ιστορία της επιστήμης και της πράξης δεν υπήρχε πριν από την εμφάνιση του μαρξισμού. Η μαρξιστική διαλεκτική μέθοδος είναι ο μοναδικά επιστημονικός τρόπος μελέτης της πραγματικότητας, που διαφέρει ποιοτικά από όλες εκείνες τις μορφές διαλεκτικής σκέψης που ιστορικά προηγήθηκαν από το μαρξισμό.

Αν και όλη η ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης δείχνει την πάλη της διαλεκτικής με τη μεταφυσική, το ασυμβίβαστό τους, ωστόσο την ολοκληρωτική αντίθεση διαλεκτικής και μεταφυσικής την αποκάλυψε μόνο ο μαρξισμός. Ο μαρξισμός ερεύνησε τις νομοτέλειες της εξέλιξης της γνώσης κι όχι μόνο ανασκεύασε τη μεταφυσική σαν μη επιστημονική μέθοδο γνώσης, αλλά και αποκάλυψε τις ιστορικές της ρίζες.

Η πορεία της γνώσης, όπως το μαρτυρεί η ιστορία της επιστήμης, έχει αντιφατικό χαρακτήρα. Η επιστήμη, τείνοντας στη γνώση του κόσμου, σένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής της ήταν αναγκασμένη να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της στη μελέτη των χωριστών μερών και αντικειμένων, έξω από την αμοιβαία σύνδεσή τους. Ο Ένγκελς τόνιζε ότι η βάση για τις λαμπρές επιτυχίες της φυσιογνωσίας του 16ου-18ου αιώνα ήταν η αποσύνθεση της φύσης σε χωριστά μέρη, ο διαμελισμός του όλου, η διαίρεση των φαινομένων σε ορισμένες τάξεις, η περιγραφή της μορφής και της εσωτερικής δομής των σωμάτων, η ανατομία των ζώων και των φυτών. Αυτός όμως ο τρόπος μελέτης της πραγματικότητας, που δικαιώθηκε πέρα για πέρα στην εξέλιξη της επιστήμης, με την απολυτοποίησή του κατάντησε μεταφυσικός, επειδή εξέταζε τα πράγματα και τα προτσές της φύσης στην απομόνωσή τους, έξω από την καθολική τους σύνδεση, και συνεπώς δεν τα εξέταζε στην κίνηση, αλλά στην ακινησία τους, δεν τα εξέταζε σαν μεταβαλλόμενα κατά ουσιαστικό τρόπο, αλλά σαν αιωνίως αμετάβλητα, νεκρά.

Έτσι η γένεση της μεταφυσικής μεθόδου συνδέεται με το ιστορικά αναπόφευκτο εκείνο στάδιο εξέλιξης των επιστημών, όπου οι επιστήμες είχαν περιγραφικό χαρακτήρα και περιόριζαν τα καθήκοντά τους κυρίως στη συσσώρευση γεγονότων και στη συστηματοποίησή τους. Ταυτόχρονα, όπως τονίζει ο Β.Ι. Λένιν, η δυνατότητα μεταφυσικής διαστρέβλωσης των φαινομένων της γύρω πραγματικότητας περιέχεται και στο ίδιο το γεγονός της αφηρημένης νόησης, που δεν μπορεί «να παρουσιάσει, να εκφράσει, να μετρήσει, να απεικονίσει την κίνηση, χωρίς να διακόψει το αδιάκοπο, χωρίς να απλουστεύσει, χωρίς να παρουσιάσει χοντροκομμένα, χωρίς να διαιρέσει και να νεκρώσει το ζωντανό, Η απεικόνιση της κίνησης από τη σκέψη είναι πάντα μια χοντροκομμένη παρουσίαση, νέκρωση – και όχι μόνο από τη σκέψη αλλά και από την αίσθηση, και όχι μόνο της κίνησης αλλά και κάθε έννοιας»(Β.Ι.Λένιν, Φιλοσοφικά τετράδια 1947, σελ. 243)

Στη φύση όλα τα φαινόμενα βρίσκονται σε αλληλουχία και αλληλοκαθορισμό, ταυτόχρονα όμως κάθε φαινόμενο είναι και κάτι το μεμονωμένο, το καθορισμένο, το ποιοτικά διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Στη φύση τα πάντα ρέουν και αλλάζουν, ταυτόχρονα όμως το κάθε φαινόμενο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα παραμένει ίδιο με τον εαυτό του, διατηρεί τον καθορισμένο χαρακτήρα του, τη σταθερότητά του.

Η μεταφυσική μετατρέπει αυτές τις πραγματικές ιδιομορφίες των ίδιων των πραγμάτων την ανακηρύχνει πλήρη και αιώνια: τη σχετική σταθερότητα των πραγμάτων την ανακηρύχνει αδιασάλευτη και αρνείται την εξέλιξή τους.

Ωστόσο η δυνατότητα γένεσης της μεταφυσικής αυτή καθεαυτή δεν κάνει ακόμα αναπόφευκτη τη μεταφυσική σκέψη. Αν απουσιάζουν ορισμένες, ευνοϊκές για αυτό κοινωνικές συνθήκες, η δυνατότητα αυτή δε θα μετατραπεί σε πραγματικότητα.

Αποτέλεσμα της αντιφατικότητας, της πολυπλοκότητας των φαινομένων της πραγματικότητας είναι ότι υπάρχει πάντα η δυνατότητα να μην αντιληφθεί κανείς την καθολική σύνδεση πίσω από τη σχετική απομόνωση των φαινομένων, να μην αντιληφθεί την αλλαγή πίσω από τη σχετική σταθερότητά τους, να μην αντιληφθεί τις αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα στα αντικείμενα. Η δυνατότητα όμως αυτή για μεταφυσική γίνεται πραγματικότητα μόνο όταν υπάρχουν ορισμένες τάξεις, που ενδιαφέρονται για αυτό το πράγμα.

Το μεταφυσικό αντίκρυσμα των φαινομένων της φύσης και ιδιαίτερα των φαινομένων της κοινωνικής ζωής συμφέρει στις κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις: οι τάξεις αυτές χρησιμοποιούν τη μεταφυσική για να στηρίξουν θεωρητικά την πάλη των αντιδραστικών δυνάμεων για τη διατήρηση του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος. Εξαιτίας της οικονομικής και πολιτικής τους θέσης, οι κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις, όπως είναι φυσικό, βλέπουν πάντα στην παραπέρα πρόοδο της κοινωνίας, που προϋποθέτει την αντικατάσταση του δοσμένου κοινωνικού καθεστώτος μ’ ένα άλλο, ανώτερο καθεστώς, το δικό τους χαμό. Οι τάξεις αυτές θεωρούν «αντιφυσικές» τις ιδέες της εξέλιξης, ενώ τις ιδέες της αμεταβλητότητας και της στασιμότητας τις θεωρούν μοναδικά «κανονικές».

Όπως μαρτυρεί η ιστορία, το κήρυγμα της μεταφυσικής δυνάμωνε ιδιαίτερα στις περίοδες του ιστορικού χαμού της μιας ή της άλλης εκμεταλλεύτριας τάξης. Για αυτό και σήμερα, που ο καπιταλισμός περνά στην τελευταία φάση της ύπαρξής του, οι μεταφυσικές απόψεις κυριαρχούν αμέριστα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Γι’ αυτό και η σύγχρονη αστική τάξη κηρύχνει επίμονα τη μεταφυσική, αν και η σύγχρονη επιστήμη έχει αποδείξει το ασύστατο της μεταφυσικής.

Οι αστοί αντιδραστικοί επιστήμονες διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και τα πορίσματα που απορρέουν από τις φυσικές και τις κοινωνικές επιστήμες. Έτσι, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο καπιταλισμός αποτελεί τάχα το αποκορύφωμα της κοινωνικής προόδου, οι επιστήμονες λακέδες της αστικής τάξης μιλάνε για το «τέλος της εξέλιξης» και όχι μόνο της κοινωνίας, αλλά και του βασιλείου των ζώων και των φυτών. Οι συνήγοροι του καπιταλισμού τσακίζονται να αποδείξουν το «λανθασμένο» της διδασκαλίας της διαλεκτικής για την ανάπτυξη και για το αναπόφευκτο της πάλης του καινούργιο με το παλιό.

Στις σύγχρονες συνθήκες, που υπάρχει η κεφαλιοκρατική κύκλωση, οι αντιδραστικές μεταφυσικές αντιλήψεις εισχωρούν κάποτε και στη σοβιετική επιστήμη. Παράδειγμα για αυτό μπορεί να χρησιμεύσει η αντιδραστική αντίληψη των βαϊσμανιστών και των μοργκανιστών για την ύπαρξη κάποιων αμετάβλητων γονιδίων, που καθορίζουν τάχα την κληρονομικότητα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης διεξάγει συνεπή αγώνα για την αναδιοργάνωση όλων των κλάδων της επιστήμης πάνω στη στέρεη θεωρητική βάση του διαλεχτικού υλισμού. Με την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι σοβιετικοί επιστήμονες πραγματοποίησαν την ιδεολογική συντριβή των ιδεαλιστικών και μεταφυσικών θεωριώνόπως είναι ο βαϊσμανισμός- μοργκανισμός, η θεωρία του Βιρχοφ για το κύτταρο, η «θεωρία» της μεσομέρειας στη χημεία κτλ. Οι αντιδραστικές αυτές θεωρίες που είχαν εισχωρήσει στη σοβιετική επιστήμη, αποτελούσαν τροχοπέδη στην ανάπτυξή της. Η καταπολέμηση των μεταφυσικών και ιδεαλιστικών διαστρεβλώσεων της επιστήμης αποτελεί επίκαιρο καθήκον και σήμερα. Για να εκπληρωθεί με επιτυχία αυτό το καθήκον είναι απαραίτητο να κατακτήσουμε δημιουργικά τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο και να αποκτήσουμε πλήρη συνείδηση της ανειρήνευτης αντίθεσης προς τη μεταφυσική.

Η ριζική αντίθεση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό

Η κοσμοθεωρία του μαρξιστικού- λενινιστικού κόμματος ονομάζεται διαλεκτικός υλισμός, επειδή η ερμηνεία που δίνει στα φαινόμενα της φύσης, η αντίληψή του για τα φαινόμενα της φύσης, η θεωρία του είναι υλιστική. Τι είναι όμως υλισμός;

Στη διάρκεια των χιλιετών εξέλιξης της φιλοσοφίας στην ταξική κοινωνία υπήρχαν και υπάρχουν ως τα σήμερα οι πιο διαφορετικές φιλοσοφικές διδασκαλίες. Όσο όμως κι αν διαφέρουν οι διδασκαλίες αυτές μεταξύ τους, όλες τους, έτσι είτ’ αλλιώς, απαντούν στο ερώτημα- ποια είναι η σχέση συνείδησης και είναι, νόησης και ύλης, ψυχικού και φυσικού. Αυτό είναι και το κύριο, το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας, που αποτελεί τη θεωρητική αφετηρία για τη λύση όλων των άλλων φιλοσοφικών ζητημάτων.

Ποιο προηγείται από το άλλο: η συνείδηση από το είναι, το πνευματικό από το υλικό, ή, αντίστροφα, το είναι προηγείται από τη συνείδηση, το υλικό από το πνευματικό; Αυτή είναι η πρώτη πλευρά του βασικού φιλοσοφικού ζητήματος, που αφορά τη σχέση συνείδησης και είναι. Είναι ικανός ο άνθρωπος να γνωρίσει τον υλικό κόσμο ή μήπως η γύρω από τον άνθρωπο πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει γνωστή; Αυτή είναι η δεύτερη πλευρά του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας.

Στη λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας όλοι οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο αντίθετα στρατόπεδα. Οι εκπρόσωποι του ενός απ’ αυτά – οι ιδεαλιστές – ισχυρίζονται ότι η συνείδηση, το πνευματικό είναι το πρωτεύον, ενώ η ύλη, η φύση είναι το παράγωγο, το δευτερεύον: αντίθετα, οι άλλοι- οι υλιστές- ξεκινούν από την άποψη ότι η ύλη είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον.

Οι υλιστές δέχονται ότι η ύλη είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον και, ξεκινώντας απ’ αυτή την άποψη, υποστηρίζουν ότι η ύλη είναι αιώνια και άπειρη, ότι ο κόσμος δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος τόσο στο χρόνο, όσο και στο χώρο. Αντίθετα, οι ιδεαλιστές, θεωρώντας την ύλη δευτερεύον, παράγωγο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος έχει αρχή μέσα στο χρόνο και όρια μέσα στο χώρο, ότι γι΄αυτό ήταν, όπως ισχυρίζονται, ένας καιρός που η ύλη, η φύση δεν υπήρχε, ότι γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε. Μ’ αυτό τον τρόπο οι ιδεαλιστές υπερασπίζουν τη θρησκευτική άποψη της δημιουργίας του κόσμου.

Υπάρχουν δύο βασικές παραλλαγές της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας: ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και ο υποκειμενικός ιδεαλισμός. Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός ξεκινάει από την άποψη ότι υπάρχει κάποια υπερφυσική, υπερανθρώπινη πνευματική δύναμη, που δημιουργεί τάχα όλα όσα υπάρχουν στη φύση και στην κοινωνία. Η συνηθισμένη θρησκευτική ιδέα για την ύπαρξη ενός θεϊκού, εξωφυσικού όντος βρίσκεται στη βάση αυτής της ιδεαλιστικής αντίληψης, που λέγεται αντικειμενικός ιδεαλισμός, μόνο επειδή παραδέχεται την ανεξάρτητη από την ανθρώπινη συνείδηση ύπαρξη κάποιας «κοσμικής ψυχής», κάποιου «κοσμικού πνεύματος». Οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι του αντικειμενικού ιδεαλισμού ήταν στην αρχαιότητα ο Πλάτωνας (γύρω στα 427- 347 π.Χ.) και στους νεότερους χρόνος ο Χέγκελ (1770-1831).

Ο Πλάτωνας δημιούργησε ένα μυστικιστικό σύστημα αντικειμενικού ιδεαλισμού όπου διατυπώνονται οι αντιλήψεις για τον αιώνιο και αμετάβλητο κόσμο των ιδεών, που ωχρή και φθαρτή αντανάκλασή του είναι δήθεν ο κόσμος των αισθητών πραγμάτων. Ο Χέγκελ παρουσίασε ένα ιδεαλιστικό, μυστικιστικό σύστημα, όπου η συνείδηση, υψωμένη στη σειρά του «κοσμικού λόγου», της «απόλυτης ιδέας», ανακηρυσσόταν πρωτεύον, ενώ όλος ο υπόλοιπος κόσμος, όλα τα φαινόμενα της άπειρης φύσης εξετάζονταν απλώς σαν κάτι το πρόσκαιρο και το παράγωγο, που γεννιέται κι εκμηδενίζεται από την «απόλυτη ιδέα». Ο Χέγκελ θεωρούσε ότι η φιλοσοφική, ιδεαλιστική αντίληψη του κόσμου ξεκινάει από το θρησκευτικό, που το «καθαρίζει» προσδίνοντάς του την «επιστημονική», εκφρασμένη σε έννοιες μορφή.

Ο Χέγκελ, αφού θεοποίησε τη νόηση δίνοντάς της την ονομασία «απόλυτη ιδέα», θεωρούσε τη φύση «αλλιώτικο είναι» της ιδέας, ενώ την κοινωνία και τις μορφές συνείδησης τις θεωρούσε επόμενες βαθμίδες της αυτοσυνείδησης της «απόλυτης ιδέας». Τις νομοτέλειες της φύσης και της κοινωνίας ο Χέγκελ τις ανήγαγε στους λογικούς νόμους της νόησης, και σε σύνδεση μ’ αυτό η έννοια ανακηρύχθηκε ουσία των πραγμάτων. Στις προσπάθειές του να παρουσιάσει το κάθετί που υπάρχει στον κόσμο σαν έλλογο και λογικό στη βάση του, ο Χέγκελ δεν καλούσε σε αγώνα κατά των αντιδραστικών κοινωνικών θεσμών που υπήρχαν τότε στη Γερμανία, αλλά στην αναγνώριση σε τελευταία ανάλυση αυτών των θεσμών σαν λογικών και μεταβαλλόμενων προς το καλύτερο, ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές επιδιώξεις του ανθρώπου. Ο Χέγκελ ανακήρυχνε αιώνια τη μοναρχία στη συνταγματική της μορφή, και μαζί της και τη διαίρεση της κοινωνίας σε κλειστές τάξεις, ιδιαίτερα την κυριαρχία της τάξης των ευγενών.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού ο νεοχεγκελιανισμός σαν μια από τις πιο διαδεδομένες κατευθύνσεις του αντικειμενικού ιδεαλισμού έγινε η ιδεολογία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Σε διάκριση από το Χέγκελ οι νεοχεγκελιανοί ισχυρίζονται ότι το πνεύμα, που είναι τάχα η πρώτη βάση του υπάρχοντος, δεν είναι λογικό και συνειδητό, αλλά πνεύμα που δρα στοιχειακά,και συνέπεια αυτού του γεγονότος είναι τάχα οι «άλυτες» και «τραγικές» αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής. Η νεοχεγκελιανή αυτή φιλοσοφία, φιλοσοφία της απαισιοδοξίας, αντανακλά τη γενική κρίση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ακολουθώντας τον Χέγκελ, οι νεοχεγκελιανοί διακηρύχνουν ότι το κράτος αποτελεί ενσάρκωση του απόλυτου πνεύματος ή του θεού, και μ’ αυτή την αιτιολογία απαιτούν την τυφλή, αγόγγυστη υποταγή στο ιμπεριαλιστικό κράτος, απορρίπτοντας τη δημοκρατία, που τη θεωρούν άνομη ανάμιξη των μαζών στα θεϊκά προνόμια της αστικής κρατικής μηχανής.

Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του αντικειμενικού ιδεαλισμού στις ΗΠΑ είναι οι λεγόμενοι «περσοναλιστές», που ισχυρίζονται ότι πρώτη αρχή, πηγή του κάθε υπάρχοντος είναι μια «ανώτατη προσωπικότητα»- ο θεός, που έπλασε τον κόσμο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, γι’ αυτό το λόγο όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι πνευματικές ατομικότητες: κάθε αντικείμενο έχει, κατά τα λεγόμενά τους, μια απόλυτα ατομική πνευματική ουσία, αποτελεί μια ιδιόμορφη «προσωπικότητα». Ξεκινώντας απ’ αυτές τις θέσεις, οι περσοναλιστές αρνούνται την αλληλουχία, την αλληλεξάρτηση των φαινομένων και υποκαθιστούν τους νόμους της φύσης με το θεϊκό προκαθορισμό. Ο περσοναλισμός απολυτοποιεί το ατομικό και έτσι αντιτάσσεται στην επιστημονική γνώση του κόσμου, εξαίροντας τη μυστικιστική αποκάλυψη, τη θρησκευτική έκσταση κτλ.

Το σύστημα του περσοναλισμού έχει για σκοπό του την «κοσμική» θεμελίωση του αστικού ατομικισμού: όλα στο σύμπαν, όπως ισχυρίζονται οι περσοναλιστές, έχουν ατομικιστικό χαρακτήρα, πηγάζουν από την «προσωπική» «εξατομικεύουσα» αρχή. Από την άποψη του αστικού ατομικισμού, που επιδιώκει προσωπικούς ιδιοτελείς σκοπούς και δε διστάζει να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε μέσο, οι περσοναλιστές προσπαθούν να θεμελιώσουν την αντιδραστική ιδεολογία του κοσμοπολιτισμού, χαρακτηρίζοντας την εθνότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους σαν κάτι το «επουσιώδικο».

Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός σε διάκριση από τον αντικειμενικό ιδεαλισμό υποστηρίζει ότι η πνευματική πρώτη αρχή, που συμπίπτει με τη συνείδηση του υποκειμένου, με την ατομική συνείδηση, δηλ. με το ανθρώπινο Εγώ, γεννάει τάχα και καθορίζει καθετί το υπάρχον. Ένας από τους ιδρυτές του υποκειμενικού ιδεαλισμού, ο άγγλος επίσκοπος Μπέρκλι, προσπαθούσε στον καιρό του ν’ αποδείξει ότι τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας ( και δεν έχουμε, λέει, λόγους να μιλάμε για ύπαρξηπραγμάτων που δεν είναι αντιληπτά από κανέναν) υπάρχουν μόνο στις αισθησιακές μας αντιλήψεις. Υπάρχω σημαίνει είμαι αντιληπτός, έλεγε ο Μπέρκλι. Όλες τις ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα- χρώμα, οσμή, ήχος, βάρος, σκληρότητα, κατάσταση θερμοκρασίας κτλ- ο Μπέρκλι τις θεωρούσε υποκειμενικές, δηλ. ιδιότητες που γεννιούνται από την ίδια την πράξη της αντίληψης.

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σε πόσο παράλογα συμπεράσματα οδηγεί ο υποκειμενικός ιδεαλισμός. Αν όλα τα φαινόμενα υπάρχουν μόνο χάρη στο υποκείμενο που τα αντιλαμβάνεται, αν αποτελούν μόνο συνδυασμούς αισθημάτων, παραστάσεων, ιδεών αυτού του υποκειμένου, τότε το ανθρώπινο Εγώ αποδείχνεται η μοναδική πραγματικότητα, και μάλιστα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι άλλοι άνθρωποι υπάρχουν μόνο στην αντίληψη του δοσμένου υποκειμένου. Το συμπέρασμα αυτό, που απορρέει αναπόφευκτα από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, λέγεται σολιψισμός. Το γεγονός ότι πολλοί υποκειμενικοί ιδεαλιστές προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από την κατηγορία για τα άκρα και τα παράλογα αυτά τα συμπεράσματα δείχνει παραστατικά το εντελώς ασύστατο του υποκειμενικού ιδεαλισμού.

Στην εποχή του ιμπεριαλισμού ο υποκειμενικός ιδεαλισμός, η πιο αντιδραστική μορφή του ιδεαλισμού, που απορρίπτει κατηγορηματικά την αντικειμενικότητα των νόμων της φύσης και της κοινωνίας, είναι η πιο διαδεδομένη φιλοσοφική άποψη της αστικής τάξης. Στις σύγχρονες συνθήκες ο υποκειμενικός ιδεαλισμός παρουσιάζεται συνήθως σαν εμπειρισμός, δηλ. σαν άποψη βασισμένη στην εμπειρία: οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές παραπέμπουν στις μαρτυρίες των αισθητηρίων οργάνων, διακηρύχνουν την εμπιστοσύνη τους στια αισθήσεις, επικαλούνται την «εμπειρία» , που την εννοούν σαν βιώματα του υποκειμένου. Στην πραγματικότητα όμως οι υποκειμενικοί ιδεαλιστές είναι οι πιο άσπονδοι εχθροί της εμπειρικής γνώσης, αρνούνται το αντικειμενικό περιεχόμενο, την αντικειμενική σημασία της εμπειρίας.

Στο μεγαλοφυές του έργο «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός» ο Λένιν ξεσκέπασε μια από τις πιο διαδεδομένες κατευθύνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού- το μαχισμό ή εμπειριοκριτικισμό. Ένας από τους κυριότερους εκπρόσωπους αυτής της κατεύθυνσης, ο Μαχ, ισχυριζόταν ότι τα σώματα της φύσης αποτελούν «συμπλέγματα στοιχείων». Στοιχεία ο Μαχ ονόμαζε κάθετι το αισθησιακά αντιληπτό, λόγου χάρη το θερμό, το κόκκινο, το μαλακό, το σκληρό, κτλ. Επίσης ο Μαχ ισχυριζόταν ότι όλες αυτές οι αισθησιακά αντιληπτές ιδιότητες μόνο από μια άποψη είναι φυσικά στοιχεία: από μια άλλη άποψη δεν είναι τίποτε άλλο από αισθήματα. Έτσι το «σύμπλεγμα στοιχείων» αναγόταν σε «συμπλέγματα αισθημάτων», το φυσικό θεωρούνταν μια από τις εκδηλώσεις του ψυχικού: τα αισθήματα και οι παραστάσεις ανακηρύχνονταν η μοναδική πραγματικότητα, που επιπλέον απεκαλείτο εμπειρικά δοσμένη. Ένας άλλος εκπρόσωπος της ίδιας μπερκλικής κατεύθυνσης, ο Αβενάριος, ισχυριζόταν ότι η ύπαρξη του αντικειμένου έχει σαν προϋπόθεσή της την ύπαρξη του υποκειμένου: και το αντικείμενο και το υποκείμενο βρίσκονται, λέει, σε σχέση μιας «κατ’ αρχήν συναρμογής», δηλ. μιλώντας απλά, είναι αναπόσπαστα το ένα από το άλλο. Ο Β.Ι. Λένιν, ξεσκεπάζοντας αυτή την παράλλαγή του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που κρύβεται πίσω από τη μάσκα της επιστημονικότητας, τονίζει πως το να θεωρούνται τα φαινόμενα παράγωγα της αισθησιακής αντίληψης είναι παπαδοσύνη, απαράλλακτα όπως και κάθε άλλη θέση του αντικειμενικού ιδεαλισμού, γιατί το κύριο και στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι ο ισχυρισμός ότι η φύση είναι το δευτερεύον, το παράγωγο.

Η κριτική του μαχισμού από τον Λένιν έχει τεράστια σημασία για το ξεσκέπασμα της σύγχρονης υποκειμενικο-ιδεαλιστικής φιλοσοφίας της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας. Η κριτική αυτή στρέφεται κατ΄ ευθείαν εναντίον απόψεων σαν και κείνες, λόγου χάρη, που αναπτύσσει ο γνωστός Άγγλος φιλόσοφος Μπ. Ράσσελ, που θεωρεί αφετηρία της γνώσης όχι τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά την ίδια τη συνείδηση. «Τα δεδομένα μας- λέει- είναι προπαντός γεγονότα της αισθησιακής γνώσης, δηλ. δικά μας αισθησιακά δεδομένα και νόμοι της λογικής». Δεν είναι δύσκολο να δούμε εδώ ότι ο Ράσσελ επαναλαβαίνει τα επιχειρήματα των μαχιστών, που από καιρό τα έχει ξεσκεπάσει ο Λένιν.

Ο διαλεκτικός υλισμός, ξεσκεπάζοντας ολοκληρωτικά και τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό ιδεαλισμό, δείχνει ότι και η μια και η άλλη παραλλαγή της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας στην ουσία είναι ένα και το ίδιο πράγμα, συμπίπτουν στο βασικό, στο κύριο, στο αποφασιστικό- στην υπεράσπιση της παπαδοσύνης.

Στις σύγχρονες συνθήκες οι ιδεαλιστές- φιλόσοφοι προσπαθούν συνήθως να σκεπάσουν τον ιδεαλισμό τους. Για το σκοπό αυτό φλυαρούν ότι «πάλιωσε» η αντίθεση ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό και η πάλη ανάμεσά τους. Πολλοί σύγχρονοι αστοί φιλόσοφοι διατείνονται ότι ξεπέρασαν τάχα τη «μονομέρεια» του υλισμού και του ιδεαλισμού και δημιούργησαν μια φιλοσοφία, που δεν είναι ούτε υλιστική ούτε ιδεαλιστική. Στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό ούτε να συμφιλιώσει κανείς τον υλισμό με τον ιδεαλισμό, που είναι αλληλοαποκλειόμενες φιλοσοφικές διδασκαλίες, εχθρικά φιλοσοφικά κόμματα, ούτε να υψωθεί «υπεράνω» της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού. Οι αξιώσεις αυτού του είδους μοιάζουν πάρα πολύ με τις άλλες υποκριτικές δηλώσεις αυτών των φιλόσοφων, που διακηρύχνουν ότι οι διδασκαλίες τους υψώνονται πάνω από την αλήθεια και την πλάνη.

Ξεσκεπάζοντας την ηλίθια αξίωση των αστών φιλοσόφων να υψωθούν από τον υλισμό και τον ιδεαλισμό, τις προσπάθειές τους να παρουσιάσουν σαν παλιωμένη την πάλη ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, ο Β. Ι. Λένιν έδειξε ότι στα δυο χιλιάδες χρόνια εξέλιξης της φιλοσοφίας δεν πάλιωσε και ούτε μπορεί να παλιώσει η πάλη ανάμεσα στον υλισμό και στον ιδεαλισμό, δεν πάλιωσε και ούτε μπορούσε να παλιώσει η πάλη ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη, η πάλη των οπαδών της υπεραισθησιακής γνώσης εναντίον των αντιπάλων της.

Στο χωρισμό των φιλοσοφικών ρευμάτων σε υλιστικά και ιδεαλιστικά ρεύματα εκφράζεται ξεκάθαρα η κομματικότητα της φιλοσοφίας, η αδιάρηκτη σύνδεσή της με ορισμένες- προοδευτικές ή αντιδραστικές- κοινωνικές τάξεις και ομάδες.

Η πάλη των βασικών φιλοσοφικών κατευθύνσεων- του υλισμού και του ιδεαλισμού- από τον καιρό της γένεσής τους ως τις μέρες μας είναι πάλη φιλοσοφικών κομμάτων, που εκπροσωπούν τα συμφέροντα εχθρικών μεταξύ τους τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Η μια ή η άλλη λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας, του ζητήματος της σχέσης της συνείδησης προς το είναι, εκφράζει σε τελευταία ανάλυση τη στάση της μιας ή της άλλης τάξης απέναντι στη γύρω πραγματικότητα.

Έτσι, λόγου χάρη, η πάλη της υλιστικής «γραμμής του Δημόκριτου» κατά της ιδεαλιστικής «γραμμής του Πλάτωνα» στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία ήταν η αντανάκλαση της πάλης ανάμεσα στην προοδευτική δουλοχτητική δημοκρατία και την αντιδραστική αριστοκρατία. Η πάλη του Μπελίνσκι, του Χέρτσεν, του Τσερνισέφσκι, του Πισάρεφ κατά του ιδεαλισμού του Γιούρκεβιτς και των σλαβόφιλων ήταν η αντανάκλαση της διαμαρτυρίας της ρωσικής αγροτιάς κατά της κυριαρχίας των τσιφλικάδων.

Συνεπώς, όσο υπάρχουν στην κοινωνία αντίθετες τάξεις, η πάλη του υλισμού κατά του ιδεαλισμού αποτελεί νομοτέλεια της εξέλιξης της φιλοσοφίας.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας ο υλισμός είναι, κατά κανόνα, η κοσμοθεωρία των προοδευτικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων, ενώ ο ιδεαλισμός εκφράζει τα συμφέροντα των αντιδραστικών τάξεων και ομάδων καθώς και την κάθε λογής συνδιαλλαγή με την αντίδραση.

Ο υλισμός είναι το θεωρητικό βάθρο και η ιδεολογική κινητήρια δύναμη της εξέλιξης της επιστημονικής γνώσης. Αντίθετα, ο ιδεαλισμός αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη της επιστήμης, τραβάει την επιστήμη προς τα πίσω, τρέφεται παρασιτικά από τις δυσκολίες ανάπτυξη της φυσικοεπιστημονικής σκέψης. Η φυσιογνωσία δεν μπορεί να υπάρξει, να νοηθεί έξω από τον υλισμό, χωρίς σύνδεση με την υλιστική φιλοσοφία. Η υλιστική φιλοσοφία βάζει μπροστά στην επιστήμη ζητήματα που απαιτούν λύση, χαράζει σε γενικές γραμμές αυτές τις λύσεις, δείχνει τους τρόπους και τις μέθοδες της επιστημονικής έρευνας. Είναι γνωστό ότι οι θεμελιακές θέσεις της φυσιογνωσίας- όπως είναι η ιδέα της αφθαρσίας της ύλης και της κίνησης, η ιδέα της εξέλιξης, το ζήτημα της σχέσης του ψυχικού με το φυσικό, η θέση της ατομικής δομής της ύλης- προβλήθηκαν προπαντός από τους υλιστές φιλοσόφους και ότι όλη η άμεση δημιουργική δράση των ίδιων των φυσιοδιφών στηρίζεται στις ιδέες του υλισμού.

Η υλιστική ιδέα της σύνδεσης της ύλης με την κίνηση οδήγησε το μεγάλο επιστήμονα Μ.Β. Λομονόσοφ στην επιστημονική αντίληψη ότι η θερμότητα δεν είναι κάποιο άυλο άβαρο «ρευστό», αλλά κίνηση μορίων. Η ιδέα αυτή αποδείχτηκε από την επιστήμη και στάθηκε μια από τις λαμπρότερες κατακτήσεις της.

Η υλιστική θέση ότι η αλληλεπίδραση των σωμάτων, που βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο, είναι αδύνατη χωρίς έναν υλικό φορέα αυτής της αλληλεπίδρασης, οδήγησε στη γένεση της προοδευτικής για την εποχή υπόθεσης για τον «κοσμικό αιθέρα», που γεμίζει όλο τον χώρο. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής της υπόθεσης είναι η σύγχρονη θεωρία για το «φυσικό πεδίο» σαν ιδιαίτερη ειδική μορφή της ύλης. Χωρίς τη θεωρία του υλικού πεδίου δεν μπορεί να νοηθεί η σύγχρονη φυσική, που η θεωρία αυτή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της.

Η υλιστική αντίληψη για την πραγματικότητα των ατόμων οδήγησε τον Α. Μ. Μπουτλερόφ στη δημιουργία της θεωρίας της χημικής δομής, που υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα ορόσημα στην εξέλιξη της επιστήμης.

Οι υλιστικές αντιλήψεις για τη σύνδεση του ζωντανού οργανισμού με το υλικό περιβάλλον του βοήθησαν ν’ ανακαλυφθεί η πηγή της εξέλιξης του ζωικού κόσμου και προώθησαν πολύ τη βιολογία.

Από τα γεγονότα αυτά βλέπουμε ότι υπάρχει εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στην εξέλιξη της επιστήμης και την εξέλιξη του υλισμού.

Οι αστοί φιλόσοφοι επιδιώκουν με κάθε τρόπο να μειώσουν το ρόλο του υλισμού στην ιστορία της γνώσης. Μα οι προσπάθειές τους αυτές είναι μάταιες: η ιστορία της φιλοσοφίας είναι ιστορία της γένεσης και της εξέλιξης της επιστημονικής υλιστικής κοσμοθεωρίας και των νόμων της στην πάλη κατά του εχθρικού προς την επιστήμη ιδεαλισμού. Στις προσπάθειές τους να δυσφημίσουν τον υλισμό, οι αστοί φιλόσοφοι αποδίδουν στους υλιστές το κήρυγμα του εγωισμού, της κοιλιοδουλείας και τις άλλες ανήθικες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τους ίδιους τους κεφαλαιοκράτες. Η συκοφάντηση αυτή της υλιστικής φιλοσοφίας αποκαλύπτει την ιδεολογική φτώχια της σύγχρονης αστικής τάξης, που δε διστάζει να χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να ανασκευάσει τον υλισμό.

Η μεγάλη υπηρεσία του υλισμού στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ότι θεμελίωσε τον αθεϊσμό, που πηγάζει άμεσα από την υλιστική λύση του βασικού ζητήματος της φιλοσοφίας. Η θρησκεία, που στη διάρκεια χιλιετιών της ανθρώπινης ιστορίας καθαγίαζε την υποδούλωση του ανθρώπου από άνθρωπο και εξυμνούσε την αμάθεια σαν «μακαριότητα», βρίσκει στο πρόσωπο της υλιστικής φιλοσοφίας έναν αδιάλλακτο αντίπαλο. Με το ξεσκέπασμα των θρησκευτικών προλήψεων ο υλισμός εμπνέει στον άνθρωπο πίστη στις δυνάμεις του, στη δυνατότητα να κατακτήσει την ευτυχία εδώ, στη γη, κι όχι σε κάποιο φανταστικό μεταθανάτιο κόσμο.

Αντίθετα, ο ιδεαλισμός δέχεται την ύπαρξη υπερφυσικών άυλων, μυστικών δυνάμεων. Όπως κι αν ονομάζουν οι ιδεαλιστές την υπερυλική αυτή δύναμη, σ΄όλες τις περιπτώσεις οι ονομασίες αυτές είναι απλώς συνώνυμα του θεού. Γι’ αυτό ο ιδεαλισμός αποτελεί μια εκλεπτυσμένη, εξωραϊσμένη παπαδοσύνη, που εκθέτει με επιστημονικοφάνεια τα θρησκευτικά δόγματα. «Όλοι οι ιδεαλιστές, τόσο της φιλοσοφίας, όσο και της θρησκείας, τόσο οι παλιοί, όσο και οι καινούργιοι- τονίζουν οι Μαρξ και Ένγκελς- πιστεύουν στη θεία έμπνευση, στην αποκάλυψη, στους σωτήρες, στους θαυματουργούς, και μόνο από τη βαθμίδα της μόρφωσής τους εξαρτιέται το αν η πίστη αυτή παίρνει χοντροκομμένη, θρησκευτική μορφή ή διαφωτιστική, φιλοσοφική μορφή..»( Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Άπαντα τομ. 4ος, 1937, σελ. 532).

Ο ιδεαλισμός έτσι είτ’ αλλιώς ανάγεται πάντα στην υπεράσπιση ή στην υποστήριξη της θρησκείας και από τη φύση του είναι βαθιά εχθρικός προς την επιστήμη.

Εξαιρετικά εχθρικός προς την επιστήμη είναι ο σύγχρονος ιδεαλισμός, που αποτελεί την κοσμοθεωρία της ιμπεριαλιστικής κεφαλαιοκρατίας, της τάξης που έχει κηρύξει εκστρατεία κατά της επιστημονικής γνώσης και της αλήθειας γενικά, Ένας από τους εκπρόσωπους της αντιδραστικής αμερικανικής φιλοσοφίας του «περσοναλισμού», ο Χόκκινγκ, εκφράζει τη λύπη του, γιατί η εκκλησία προσπαθούσε ως τώρα να καταπραΰνει την επιστήμη και υποχωρούσε στην πίεσή της, αναζητώντας άσυλο σε ανεξερεύνητες ακόμα περιοχές. Ο Χόκκινγκ καταδικάζει αυτή την «τακτική άμυνας» και απαιτεί «επίθεση κατά της επιστήμης. Ένας άλλος αντιδραστικός φιλόσοφος, ο Φλιούελινγκ, δηλώνει κατηγορηματικά: «Το καλύτερο που έχει να κάνει η φιλοσοφία, είναι να δείξει λογικότητα με την παραδοχή του θεού». Έτσι, αναβιώνοντας το μεσαιωνικό σκοταδισμό, η σύγχρονη ιδεαλιστική φιλοσοφία δείχνει παραστατικά την έχθρα της προς την επιστήμη.

Μόνο ο διαλεκτικός υλισμός είναι πραγματικά επιστημονική κοσμοθεωρία.

Ο δημιουργικός χαρακτήρας του διαλεκτικού υλισμού

Ο διαλεκτικός υλισμός σαν κοσμοθεωρία, βασισμένη στα δεδομένα της επιστήμης και της πράξης, ξεκινάει από την άποψη ότι το προτσές της γνώσης ποτέ δεν εξαντλεί ως το τέλος το αντικείμενο, ότι η γνώση δεν έχει όρια και γι’ αυτό η αξίωση των προμαρξιστικών φιλοσόφων, ότι δημιουργούν ένα σύστημα γνώσης μια για πάντα δοσμένο, έτοιμο, ολοκληρωμένο, απόλυτο, είναι τελείως ανυπόστατη.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τόνιζαν συνεχώς ότι η διδασκαλία τους δεν είναι ένα δόγμα, αλλά καθοδήγηση για δράση. Αντιπαράθεταν τη διδασκαλία τους σ΄όλα τα προηγούμενα φιλοσοφικά συστήματα που είχαν δογματικό χαρακτήρα.

Οι δημιουργοί των φιλοσοφικών συστημάτων του παρελθόντος- οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι των εκμεταλλευτριών τάξεων- παρουσίαζαν τις διδασκαλίες τους σαν γνώση απόλυτα τελειωμένη, αμετάβλητη. Αντίθετα, το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της μαρξιστικής- λενινιστικής φιλοσοφίας, που την ξεχωρίζει ριζικά από όλες τις προηγούμενες διδασκαλίες, είναι ο δημιουργικός, αντιδογματικός της χαρακτήρας, που έχει την πηγή του στην αδιάρηκτη σύνδεσή της, με την πράξη, με τη ζωή, με τον αγώνα της εργατικής τάξης για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Η ενότητα θεωρίας και επαναστατικής πράξης ενυπάρχει στο μαρξισμό. Η φιλοσοφία του μαρξισμού θεωρεί την κοινωνική πρακτική δράση και βάση της γνώσης και μέσο επαλήθευσης της γνώσης. Σ’ αυτό εκδηλώνεταιπαραστατικά ο δημιουργικός, δραστικός, αντιδογματικός χαρακτήρας της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Τονίζοντας αυτό το βασικό γνώρισμα όλης της κοσμοθεωρίας του μαρξισμού, που τον ξεχωρίζει κατ’ αρχήν από τον οπορτουνισμό, τον οποίο χαρακτηρίζει διάσταση θεωρίας και πράξης, ο Β.Ι. Λένιν έγραφε: «Δεν μπορεί να υπάρχει δογματισμός εκεί που υπέρτατο και μοναδικό κριτήριο της θεωρίας τίθεται η συμφωνία της με την πραγματική πορεία της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης…»(Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, τόμος 1ος , σελ. 280).

Η συνεχής εξέλιξη είναι γνώρισμα της βαθύτατης ζωτικότητας του διαλεκτικού υλισμού. Χάρη σε αυτό το γνώρισμα ο διαλεκτικός υλισμός μπορεί να γενικεύει θεωρητικά όχι μόνο τα δεδομένα του παρελθόντος, αλλά και το παρόν, καθως επίσης και να προβλέπει επιστημονικά το μέλλον. Τη σπουδαιότατη αυτή ιδιότητα δεν την είχε κανένα φιλοσοφικό σύστημα πριν από το Μαρξ: τις περισσότερες προμαρξιστικές φιλοσοφικές διδασκαλίες τις χαρακτήριζε μια δουλόπρεπη προσήλωση στο παρελθόν, η οποία αντανακλούσε τα συμφέροντα των εκμεταλλευτριών τάξεων. Μόνο ο διαλεκτικός υλισμός δίνει τη δυνατότητα να γενικεύουμε τα γεγονότα που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας, να προβλέπουμε την παραπέρα πορεία τους και να οργανώνουμε αντίστοιχα την πρακτική δουλειά.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέπτυσσαν στις συνθήκες του προμονοπωλιακού καπιταλισμού τη φιλοσοφία που δημιούργησαν οι ίδιοι, γενικεύοντας θεωρητικά την ιστορική πείρα και τις ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας του 19ου αιώνα. Οι νέες ιστορικές συνθήκες της εποχής του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων, τα νέα δεδομένα της επιστήμης έβαλαν το πρόβλημα της παραπέρα ανάπτυξης του μαρξισμού, μαζί και το πρόβλημα της παραπέρα ανάπτυξης του λενινισμού. Το πρόβλημα αυτό το έλυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν και οι πιο στενοί συναγωνιστές και μαθητές του.

Ο διαλεκτικός υλισμός είναι ζωντανή, δημιουργική, αναπτυσσόμενη διδασκαλία. Θα ήταν σχολαστικισμός και ταλμουδισμός να θεωρούνται ο διαλεκτικός υλισμός, τα επιμέρους συμπεράσματα και οι διατυπώσεις του διαλεκτικού υλισμού, συλλογή δογμάτων που δεν αλλάζουν ποτέ, παρά την αλλαγή των συνθηκών εξέλιξης της κοινωνίας. Η κατάκτηση του διαλεκτικού υλισμού δεν έχει τίποτε το κοινό με την απλή εκμάθηση των συμπερασμάτων και των διατυπώσεών του. Κατέχω τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο και τον μαρξιστικό φιλοσοφικό υλισμό σημαίνει μαθαίνω να εφαρμόζω και την πρώτη και τον δεύτερο για τη λύση των προβλημάτων της επιστήμης και της πρακτικής δράσης, για την επίτευξη νέων πορισμάτων της επιστήμης και τον καθορισμό των τρόπων επίλυσης των πρακτικών καθηκόντων.

Από το βιβλίο "Διαλεκτικός Υλισμός" της Ακαδημίας Επιστημών ΕΣΣΔ (1954)

Ουσία και αντικείμενο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

 του Παναγιώτη Γαβάνα Ένα από τα βασικά ζητήματα που είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί στην αρχή αυτής της σειράς άρθρων που παρουσιάζουμε ανα...